Αλλιώς το ροντοσόλ στα καλιαρντά, δηλαδή το γλείψιμο. Το ροντοσόλ ταιριάζει με το κοντροσόλ (=φιλί και γλείψιμο), ενώ το ροσολιμαντέ ταιριάζει με το πιασμαντέ (=μπαλαμούτι και γλείψιμο). Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το ροσόλι (=σάλιο), που πιθανόν (όχι σίγουρα) ετυμολογείται από το ομώνυμο ιταλικό ηδύποτο (ιταλιστί rosolio).
1. Εισαι θεόλατσος και μπενάβεις μεσίκ. Τζάσε την καθε καλιάρντω, λούγκρα, και ανεμιαρα και άβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσόλ και μπιεσμαν. Αβέλω ροσολιμαντε σε καθε διαθεσιμη μπαροτάτη σερμέλα και πούλη, κουραβέλτα, και να πισελουμε μεχρι πρωιας. Με ντέζι, ο τζασλός για εσενα και νταλκαρέτεκνο.
Kουελοσφαλάετε για φακιροπίπιζες και φλοκαρίσματα ή μόνο ροσολιμαντέ; (Από μπουρδελοσάιτ).
Τζασλός ο Λάτσα μαζί με τον Επιτάφιο και έβαλαν τον Λατσολίθαρο να παίρνει τηλ και να λέει ότι εάν ισάντες κάνετε Σωματείο ιμάντες θα σας κυνηγήσουμε στον γιαγκούλα. Και άρχισαν και μπενάβουν ανθυγιεινά κατσίκα και προβάτα ο βλαχοντάνας γιδοσυντηρητής και η ψαμοσκελού ότι θα βάλουν τα τρόκια να τους περιδρομιάσουν.
Δικέλεις άμα γίνει άλλο Σωματείο θα χάσει ο Φίφα τα τιντέλη τα τουρκόζουμα και την σουλάτσα με το τζους λέσι γιατί θα μειωθούν τα ντουλά. Έτσι τους άναψε χαρχάρα όταν έμαθαν τα Χαρχαρότεκνα ότι δεν θα χαλεματούν όπως πρώτα και ότι θα τζάσουν πολλά μέλη τανάκα να δώσουν τον μπερντέ για τις συνδρομές. Διότι τους έχει γίνει μπαρό και ντέζι το καλάμι και τους βγαίνει όλη η λούγκρα τώρα που δικέλουν ότι χάνουν το σουγκρό.
Τους φαίνεται κουλό ότι κάποιοι που ήταν ατζινάβωτοι και μέχρι τώρα τους αβέλαν μπιεσμάν την πούλη ξύπνησαν και θέλουν να τζάσουν.
Άρχισαν και το ροσολιμαντέ στο Πρόεδρο ότι έγιναν λατσά τεκνά και ότι δεν θα πουν άλλα μουσαντά στους Χαρχαροτεκνούς για αυτόν. Όμως με αυτό το πλευρό να πισελάσται. Τα μουσαντά το καπί και το μη μπενά Τέλος. Από εδώ και πέρα θα έχει ντουπ και νταπ για αυτό μαζέψτε τα λυσαγμάν γιατί θα έχουμε μεγάλες κέντες.
(Καλιαρντογράφημα που αναλύει την πολιτική ζωή του τόπου σε στυλ ένας πούστης να μιλήσει αποκατέ).
- Προτιμώ πομπίνο-φραπέ και ροσολιμαντέ της σερμέλας μου από γκομενίτσες. Δεν σε μπενάβω ανθυγιεινά όμως. Μου άρεσε το ποστάκι σου πολύ. Καλές γιορτές εύχομαι φίλε. (Στρέιτ μπενάβων τα καλιαρντά αποκατέ).
6 comments
HODJAS
Νομίζω αναφέρει την λέξη ροσόλι ο Λασκαράτος στον αδιάκριτο ανθρωπότυπό του («Ιδού ο Άνθρωπος» 1874), μιλώντας όμως συγκεκριμένα για το ηδύποτο Rosolio (ροδέλαιο), που έκανε θραύση στο Πιεμόντε και την Αυστρουγγρική Αυλή κατά τον 19ο αιώνα ενώ στη Βουλγαρία το εμπόριο και η κατανάλωση ροδόνερου ακόμα ανθεί (χε).
Ιδιωματικά-μετωνυμικά, ροσόλι ή ροζόλι λέγεται ακόμα σε Πάτρα & Ιόνιο περιπαιχτικά οποιοδήποτε υπερβολικά γλυκό ποτό όχι όμως και ρόφημα/αφέψημα διότι αυτό αποκαλείται «πετιμέζι» (αλλού «σερμπέτι»), π.χ. οποιοδήποτε ανήκουστο ή ημι-ανώνυμο χρωματιστό ηδύποτο που είτε βάζουν σε κεραστικά φτηνο-κοκτέηλζ οι αυτοσχέδιοι baristi ή σερβίρουν οι πιγκουίνοι στο καθώς μπαίνετε σε γάμους με έκδηλη δυσαναλογία απαιτήσεων-μπάτζετ ή εν πάσει περιπτώσει κουβαλάνε θείτσες σε επισκέψεις δίκην κομίσιμου χρέους με αξία μάλλον ανταλλακτική παρά χρήσης κλπ.
Khan
Σωραίος μπόιλερ!
σφυρίζων
Μάλλον παρετυμολογώ, αλλά rosolare στα Ιταλικά σημαίνει τσιγαρίζω, καραμελώνω.
sarant
To ροσόλι δεν είναι και πολύ σπάνια λέξη, και δεν αναφέρεται μόνο σε συγκεκριμένο ηδύποτο αλλά στα λικέρ με άρωμα τριαντάφυλλο και γενικότερα στα πολύ γλυκά λικέρ -την έχει και ο Μπαμπι. και το ΛΚΝ.
σφυρίζων
It ain't over 'till kyr Sarant sings.-
Khan
+1 Σφυρίζοντα