Χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δηλώσει ότι κάποιος/α είναι κοπέλα τελειωμένη. Σύγκρινε με το γυαλίζει το πόμολο, έκλασα πόμολα, τρώω και τα πόμολα.
Μέχρι και τα πόμολα έχει τσιμπουκώσει για να φτάσει εκεί που έχει φτάσει επαγγελματικά.
Χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δηλώσει ότι κάποιος/α είναι κοπέλα τελειωμένη. Σύγκρινε με το γυαλίζει το πόμολο, έκλασα πόμολα, τρώω και τα πόμολα.
Μέχρι και τα πόμολα έχει τσιμπουκώσει για να φτάσει εκεί που έχει φτάσει επαγγελματικά.
Got a better definition? Add it!
"Καπάκι" λέγεται το τροχαίο ατύχημα μοτοσυκλέτας στη σούζα, δηλαδή όταν η μηχανή στηρίζεται στη μία ρόδα ενώ τρέχει
Χτες έκανα 1 χλμ σούζα στην Εθνική οδό, αλλά τελικά εφαγα καπάκι και χτύπησα!
Got a better definition? Add it!
Η μαλακία, το τρομπάρισμα, η χειροτεχνία και χειράντλησις,η δια χειρός ηδυπαθής προστριβή του ερωτικού σωλήνος υπο την προυπόθεση οτι επιτελείται απο τον ερωτικό σύντροφο,με πλήρη ερασιτεχνισμό και τεμπελιά και δε συνοδεύεται απο περαιτέρω ερωτικές περιπτύξεις.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια στείρα, απαθή ερωτική πράξη και προδίδει την έλλειψη θέλησης του ερωτικού συντρόφου που την επιτελεί, να προχωρίσει περαιτέρω το μπαλαμούτι.Εφαρμόζεται κυρίως στην αρχή και τα πρώτα ραντεβού μιας σχέσης και παραλληλίζεται ως προς τη δυσαρέσκεια του δέκτη με την αερόπιπα
-Τί έγινε ρε μαλάκα με το Ποπάκι, έβαλες; -Μπά, αρχίδια...Με τα χίλια ζόρια μου έκανε μια πεοχειραψία -Ούτε λίγο στοματάκι η καριόλα; -Γάμησέ τα..
Got a better definition? Add it!
Ρε!!!! Αυτό το περί αυτοπεολειχίας το λέγαμε για πλάκα με τον μετέπειτα κομπάδρε εκεί στα ογδόνταζ, πιθανότατα μάλιστα πιστεύαμε πως εμείς το είχαμε βγάλει, το μεταφράζαμε κιόλας στα εγγλέζικα, σελφ πάιπ κι έτσι (τρομάρα μας). Όμως οι υγρές, καστανές ματάρες μου βλέπουν πως το αυτοπουτσογλειφιτζούρωμα γουγλίζεται, κι ας έχουν περάσει τρεις δεκαετίες. Δεν ξέρω αν αυτό είναι παρήγορο κι ελπιδοφόρο για το μέλλον του έθνους.
αιωνιως μπουρδουκλωμενος στην προσπαθεια του να πετυχει την αυτοπιπα
εγω ακομα θυμαμαι οταν τραγουδησε στο παρτυ ενωσης κ εκανε αυτοπιπα με το μικροφωνο.
Αν καταφέρει κανεις να κανει αυτοπιπα, θεωρειται [...]
Πάντως εγώ κατάλαβα, ότι το αυτοπίπωμα είναι μια προσπάθεια το άτομο να διασώσει το κύρος του ανορθολογισμού της μεταφυσικής του αυνανισμού
Βρε εγώ μπορεί να κάνω και αυτοπιπα. Εσυ όμως δεν θα σταματήσεις να γλείφεις την κωλοτρυπιδα του [...]
Από διάφορα μπουρδελοσάιτ και άλλους ιστότοπους ασχολούμενους με πίπες.
Got a better definition? Add it!
Published
Πρόκειται για χαρακτηρισμό γκόμενας η οποία είναι μικροκαμωμένη και κοντή και επίσης μπορεί να χρησιμεύσει ως ψύκτρα κατά την πεολειχία, ιδιαίτερα θεμιτό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Διάλογος
-Καλά ρε πώς την κάρφωσες αυτή; δεν έσπασε;
-Α μην το λες! Είναι γκόμενα ανεμιστηράκι! Κάθώς μου έπαιρνε πίπα τη στριφογύριζα και από τα πολλά rpm μου δρόσιζε και τα αρχίδια!
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι το λαρύγγι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το τσαρούχι (<τουρκικό çarık) στη λογική ότι λέμε και η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι.
Got a better definition? Add it!
Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντή λέξη εκ του γαλλικού bonbon. Σημαίνει την καραμέλα και μεταφορικώς την πεολειχία.
Μπουτ λατσό το τσόλι.. Σαρμελιά γδούπα... Κουραβέλτες... και απανωτές κουραβέλτες... Λατσάαααα... Άβελα πιασμάν στην μπάρα... και μπομπόνα μπουτ... Γδούπα φιλενάς... Γδούπα.... Αχχχχχχχ.... Θέλω να τον αβέλω συνέχεια..... (Από το Μπου).
Άσχετο: Είναι και μια ποικιλία φασολιών που το μικρό στρογγυλό σχήμα τους θυμίζει καραμέλες (δες εδώ) καθώς και είδος άνθους αγριοτριανταφυλλιάς.
Σχετικοάσχετο: Είναι και γουτσωνύμιο παλαιάς κοπής (δεκαετία 1950 κιέτσ' κατά τον Σφυρίζοντα) τύπου μπουμπού.
Δεν την συνιστω σε κανεναν, ειναι μια ξανθια μπομπονα, κατι σαν τριτοκλασατη τραγουδιστρια σε σκυλαδικο της εθνικης. (Σχετικοάσχετο παράδειγμα από το Μπου).
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.
Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.
Got a better definition? Add it!
Το γλυκοκοίταγμα που δείχνει ότι το υποκείμενο βρίσκεται σε έγκαυλο διάθεση και προτρέπει για πέρασμα σε περαιτέρω, ή οι ματιές που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια του σεξ. Τη λέξη τη βρίσκω εδώ που τα λέμε μόνο σε μπουρδελοσάη και σημαίνει κυρίως ένα πράγμα: Το βλέμμα που ρίχνει μια πιπατζού κατά τη διάρκεια της πεολειχίας. Those eyes!, που λένε και οι αγγλικάνοι.
Got a better definition? Add it!