Το γκέι μπαρ ή άλλο gay friendly μέρος, μπλεστρειδάδικο κ.τ.ό. Εκ του αδερφή και του -άδικο. Δίνει μόνο ένα γούγλισμα, αλλά λέγεται αρκετά στη Μύκονο, όπως μου είπε ο Κύπριος Γνωστός Γνωστού.

Λες εκείνο στο τέλος της μπάνγκλα επάνω, δεν πήγα ποτέ, μου φάνηκε αδερφάδικο με τόσους ξυρισμένους άγγλους που έβλεπα απέξω. (Από μπουρδελοσάιτ).

(από Khan, 04/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified