Ήλιος καυτός, πάρα πολύ δυνατός, υψηλή θερμοκρασία, μεγάλη ζέστη. Εκ του κάρκανο (το), το πολύ ξερό, πολύ καμένο.

Συγκοπτικά αποκαλείται και κάρκα.

  1. Μείνε παιδί μου σπίτι, πού τρέχεις με αυτή την καρκαμπίλα.

  2. Στο μέρος που θα ψαρέψουμε έχει κάνα δεντράκι ή θα μας φάει η καρκαμπίλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Εδώ το κάρκανο το συνδέει με το καρκαρίς που ο Ησύχιος (5ος αιώνας) το ορίζει ως «ξύλων ἢ φρυγάνων φορτίον». Τα σχετιζόμενα με το κάρκανο φαίνεται ότι υπάρχουν σε πολλές περιοχές, στον γούγλη βλέπω Κρήτη, Λάρισα, Αχαία κ.ά.