1. Η κατάληξη -νέτο δηλώνει καθαρά σεξουαλικό περιεχόμενο όταν πρόκειται για γυναίκες, γεννητικά μόρια και μεγέθη, έχει χαρακτήρα χιουμοριστικό, κυρίως παιχνιδιάρικο.

  2. Το νέτο ως σκέτο συναντάται για καταστάσεις που έχουν ολοκληρωθεί, προέρχεται από τα λατινικά και είναι συνώνυμο του καθαρός.

  3. Δάνειο απά τα ιταλικά το οποίο δηλώνει το μέγεθος, κυρίως αν κάτι είναι σχετικά μικρό σε πρακτική χρήση.

1.- Ρε συ τι γκομενέτο μας κουβάλησε πάλι αυτός σήμερα; - Καλά δεν τα 'μαθες; Το νιμού σέρνει καράβι.

  1. Το φραουλέτο πήγε νέεετο (στη λαϊκή)

3.- Δώσ' μου μωρέ εκείνο εκεί να ανάψω...
- Ποιο;
- Αυτο εκει μωρε,το παπαρδελετο
- Το καμινέτο βρε μαλακα;

(από Khan, 13/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Φοβερή περίπτωση αυτή η ανάρτηση σε συνδυασμό με αυτήν!

Η κατάληξη δέν είναι -νέτο (το νί ανήκει στο θέμα γκόμεν-), αλλα, όπως λέει στο άλλο λήμμα (στο οποίο και μάλλον πρέπει να μεταφερθεί ο εδώ ορισμός) -έτο, έτσι απλά (νέτα).

Στην ετυμολόγηση όμως, ο κλουφό παίρνει τα πόιντς: απ' το ιταλικό -etto φαίνεται όντως να το πήραμε, υποκοριστικό, χαϊδευτικό και μειωτικό επίθημα που λέει εκεί ο Τρεκάνι. Όχι οτι το πήραμε άμεσα όμως, θά 'λεγα. Κάτι απο αναλογία πρέπει να παίζει (καμινέτο, κασκέτο, κουφέτο, κορδονέτο, μπουκέτο, φιλέτο, χώρια ένα σωρό μουσικοί όροι... -παντού η ίδια λατινική κατάληξη), και δέ 'ναι πολύ καθαρό, αφού στις κλάσικ λέξεις σε -έτο στα ελληνικά, η σημασία του υποκορισμού έχει μάλλον ξεφτίσει.