Further tags

Αγγλιστί micro-flirting. Ανήκει στο ιδίωμα του online dating και σημαίνει την τέχνη του να κάνεις τον άλλο να νιώσει ότι ενδιαφέρεσαι ερωτικώς για αυτόν χωρίς να του την πέσεις ευθέως, προφυλάσσοντας έτσι και τον εαυτό σου ή και τους δύο από μία ρητή απόρριψη.

- Έχω την εντύπωση ότι μου κάνει μικροφλέρτ. - Μπα, η ιδέα σου είναι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο στοματικός έρωτας που γίνετε σε άνδρες με μικρό μήκος πέους που κυμαίνεται στα 2-5 εκατοστά και φθάνει έως το εσωτερικό των χειλιών της κοπέλας.

Ο φαραώ πάλι μου ζήτησε τιπθρόου, πάλι καλά που βρήκα εκείνους τους μπασκετμπολίστες και μου τον κάρφωσαν λιγό γιατί βαρέθηκα το κοφτό μακαρονάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

  • Μονάδα μέτρησης του όγκου μιας αφοδευτικής εκκένωσης

- Πάω να ρίξω μια χεσιά και επιστρέφω.
- Καλό βόλι.

  • Μικρό οικόπεδο, περιοχή ή χώρα ("μια χεσιά τόπος")

Κάτι δηλαδής κομμάτι μεγαλύτερο από μια κουτσουλιά (ma non troppo).

- Να μην έχουμε προβλέψει, σε μια ολόκληρη Αρκαδία, να μην έχουμε προβλέψει για μια χεσιά τόπο, εδώ και χρόνια, για να εναποθέτουμε τα σκουπίδια μας…· αλλά να μην τα δεχόμαστε ούτε και τώρα να τα εναποθέσουμε κάπου… και να είμαστε υποχρεωμένοι να τα ταξιδεύουμε στην Κοζάνη, η οποία και με το δίκιο της -αν τα δεχθεί- θα μας παίρνει 25 € τον τόνο... (εδώ)

- Πήρε κι αυτός προίκα μια χεσιά χωράφι... (Δημήτριος Σπ. Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2013).

- Πόσο σωστό το “Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δε έχει”! Μια χεσιά τόπος και κάναμε μπουρδέλο ολόκληρο πλανήτη! (εκεί)

  • Μονάδα μέτρησης μικρής απόσταση ("μια χεσιά απόσταση")

Ένα τσιγάρο δρόμος, ένα πράμα.

- Φεύγει ο Αθηναίος τίγκα στη βενζίνη και στα όνειρα για τους τροπικούς των Αντικυθήρων ας πούμε, και ξεχνά ότι το νησί και οι ξέρες είναι μια χεσιά απόσταση από τους κρητικούς, νόμιμους και παράνομους. (παραπέρα)

- Ουσιαστικά οι γειτονιές μας μια χεσιά απόσταση η μια από την άλλη. Είναι δυνατόν να μη γνωριζόμαστε; (παραδίπλα)

Εκ του χέζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό και υποκοριστικό του τεκνό (<ρομανί λέξη tikno= μικρό). Πρόκειται δηλαδή για το πιπίνι, για το λολιτάκι, για το μουνίδιον που είναι στα ντουζένια του, για τη νίτσα μουνίτσα.

  1. Τι μου λες;; Δηλαδη είναι πιπινουαρ γκόμενα, τεκνιτσα που κουναει κωλο στο ρυθμο και φοραει μαβιες μποτες, γκετες , τιραντες, σκουφι με φουντα, γαντια με κομμενα δαχτυλα και παντελονι με το σκισιμο πανω στο μπουτι σαν αυτό που το ειδε η μανα μου και το μπαλωσε κι αλλαξε πεντε χρωματα από την τσατιλα της η ξαδελφουλα μου;; (Εδώ).
  2. Μου την έχει καρφώσει με μια τεκνίτσα!! (Ατάκα του Μάνθου από τη σειρά "Κωνσταντίνου και Ελένης", αλιευθείσα από το Φέισμπουκ).

Ο όρος περιλαμβάνεται στα Καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου (Αθήνα, 1971), όπου λέγεται ότι σημαίνει όχι μόνο τη μικρούλα, αλλά και τον νεαρό κίναιδο.

Ακόμα, την πολύ μικρής ηλικίας gay, τον «πουστράκο», τον λένε «τεκνίτσα». (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κατάληξη -νέτο δηλώνει καθαρά σεξουαλικό περιεχόμενο όταν πρόκειται για γυναίκες, γεννητικά μόρια και μεγέθη, έχει χαρακτήρα χιουμοριστικό, κυρίως παιχνιδιάρικο.

  2. Το νέτο ως σκέτο συναντάται για καταστάσεις που έχουν ολοκληρωθεί, προέρχεται από τα λατινικά και είναι συνώνυμο του καθαρός.

  3. Δάνειο απά τα ιταλικά το οποίο δηλώνει το μέγεθος, κυρίως αν κάτι είναι σχετικά μικρό σε πρακτική χρήση.

1.- Ρε συ τι γκομενέτο μας κουβάλησε πάλι αυτός σήμερα; - Καλά δεν τα 'μαθες; Το νιμού σέρνει καράβι.

  1. Το φραουλέτο πήγε νέεετο (στη λαϊκή)

3.- Δώσ' μου μωρέ εκείνο εκεί να ανάψω...
- Ποιο;
- Αυτο εκει μωρε,το παπαρδελετο
- Το καμινέτο βρε μαλακα;

(από Khan, 13/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό δάκτυλο του δεξιού χεριού.

Άτσα, νυχάκι στο ανθυποκωλοδάκτυλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρησιμοποιούμε όλοι μας και χωρίς μάλιστα να το ξέρουμε. Πρόκειται για μια κατάληξη που υπάρχει σε λέξεις είτε ετυμολογικά σωστές είτε φανταστικές. Οι ρίζες της κατάληξης αυτής αν και προφανείς αξίζει να αναφερθούν.

Σαμουέλ Ετό. είναι ένας Καμερουνέζος ποδοσφαιριστής γεννημένος στη Ντουάλα του Καμερούν στις 10 Μαρτίου του 1981 και αγωνίζεται για την Chelsea FC. Γνωστός στους περισσότερους από εμάς για τις άπταιστες ποδοσφαιρικές του ικανότητες, χαρίζει με το όνομά του μια άλλη χροιά στην καθημερινότητα μας, και τι εννοώ... Εννοώ πως η ποιότητα του παίχτη αυτού μέσω της κατάληξης -έτο μετατίθεται στη λέξη που χρησιμοποιείται. Αναλυτικότερα...

Η κατάληξη -έτο που πηγάζει άμεσα απ' το όνομα του ποδοσφαιριστή, δίνει στη λέξη που χρησιμοποιείται την ιδιότητα του πολύ καλού - αναμενόμενα καλού. Δεν αποκλείεται να τη συναντήσουμε και σε λέξεις όπως κλαπέτο, αετό, χαρταετό, γκομενέτο, πέταξέ το, μπαλέτο κ.ά., υποδηλώνοντας πως το αντικείμενο ή η κατάσταση την οποία περιγράφει η λέξη είναι άκρας υψηλής ποιότητος.

Χρησιμοποιείται κυρίως απ' τα Ημισκούμπρια, από ομάδες νεαρών που βάζουν δατυλίδια χρυσά και είναι swag, και από αθίγγανους που αναφέρονται σε ξανθά κυρίως κοριτσάκια ως κοριτσέτο. Το κοριτσέτο μπορεί να είναι και εργαλείο υδραυλικών.

Για χάριν ευφωνίας, ο τόνος πολλές φορές μετατίθεται στην προηγούμενη συλλαβή χωρίς όμως να αλλάζει το νόημα της λέξης.

Την κατάληξη αυτή μπορούμε πάντα να τη χρησιμοποιήσουμε για να περιγράψουμε καταστάσεις, αντικείμενα, ιδέες, άτομα κ.ά.

Συζήτηση κολλητών...
- Πω δικέ μου κοίτα κοίτα εκεί ρε, στη στάση απέναντι... Το βλέπεις το γκομενέτο;! Περιμένει εκεί κάνα 40λεπτο, πρέπει να έχει φάει χοντρό πακέτο.
- Έλα ρε, σιγά το πακέτο. Το λεωφορείο περιμένει. Εγώ που πλημμύρισε το σπίτι και φούσκωσαν τα παρκέτα τι να πω. Γάμησ(έ το)!.

(Χαρακτηριστικό παράδειγμα. Βλέπουμε το γκομενέτο που είναι προφανώς και φτιαχτή λέξη και όπως καταλάβατε, ναι, η κατάληξη δίνει αμέσως στοιχεία για τις διαστάσεις στήθους, οπισθίων κ.ά. Το πακέτο που χωρίς πολλά πολλά άμα περιμένεις 40λεπτο είναι μεγάλο, το παρκέτο που υποδηλώνει πως ήταν ένα πολύ καλό παρκέ αλλά μετά την πλημμύρα χάλασε, και φυσικά το γάμησ έτο, που σε προτρέπει όχι απλά να το κάνεις αλλά να το κάνεις και καλά.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον δικαιούχο και που όμως αποτελεί ένα μόνο μικρό κλάσμα της συνολικής οφειλής, η οποία βέβαια στις μέρες που ζούμε είναι άγνωστο αν και πότε θα εξοφληθεί ολόκληρη.

Συνέχισε ο ΕΟΠΥΥ με τις ευλογίες όλων των ...παρεπιδημούντων την πληρωμή μας με την μέθοδο των ...σφηνακίων . Καθιερώνεται πλέον ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ η μέθοδος αυτή χωρίς να ληφθεί υπόψην ότι οι επιταγές μας δεν ειναι ...σφηνάκια! Και ότι οι κατασχέσεις πάνε σύννεφο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άβυζη γυναίκα που μοιάζει με αγόρι στην προεφηβική ηλικία. Χαρακτηρίζεται επίσης «τάβλα».

Το παίζει και σέξι, η παντόφλα!!

Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, απλώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό, συνήθως, περιφερειακό αντικείμενο. Εναλλακτικά, το όμορφο αντικείμενο - το μπιμπελό.

- Κατάφερα να συναρμολογήσω το έπιπλο από το Ικέα, αλλά γμτ μου περισσέψανε μερικές βίδες και κάτι άλλα τζίτζιλι-μίτζιλι!

- Πήρα ένα παπάκι, ρε φίλε, πανέμορφο και ατρακάριστο! Σου λέω τζιτζιλί το εργαλείο...

Βλ. και τζιτζιλόνι vs. τζιτζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified