Κόλακας, δουλοπρεπής, άνθρωπος χωρίς υπόσταση και χωρίς γνώμη που συμφωνεί με όλα τα παράλογα που του προτείνονται όταν διαισθάνεται πως υπάρχει κάποια υλική αμοιβή.
- Τι θερμοκρασία έχει;
- 38 C.
- Ξεπάγιασα ρε γαμώτο…
- Θέλεις να ανάψω το καλοριφέρ, φίλε, να ζεσταθούμε;
- Ασ' τα πουτσογλείφτικα, ρε μαλάκα, σκάει ο τζίτζικας...
5 comments
σφυρίζων
Πουτσογλύφτης: όστις σμιλεύει πέοντες.
Μάλλον εννοείς πουτσογλείφτης, n'est-ce pas;
Khan
Ντεζά βυ: Ο ίδιος διάλογος είχε γίνει στο πουτσογλείφτης, που είχε γραφτεί αρχικά ως πουτσογλύφτης.
σφυρίζων
Ντεζά βει!
pelegrino
Συγνώμη για την αμφίβολη ορθογραφία μου, την εννούσα διττή:
Την «ανάγλυφη» έννοια του πούτσου της οποίας η πραγμάτωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν dildo για γλείψιμο.
More artistic, I thought...
σφυρίζων
Και αρκούδως ινσέψιο.