Συμπληρωματικά με τους άλλους ορισμούς, παίζω σημαίνει και κυμαίνομαι, παρουσιάζω τιμές εντός ενός εύρους ή ανάλογα με κάποιους παράγοντες.

  1. Από εδώ:

άμα μου αποδείξεις που πληρώνουν 250 ευρώ σε πόρτα, θα σου δίνω εγώ 300 για να κάθεσαι στο καναπέ σου κάθε μέρα. Σου το υπόσχομαι. Τα μεροκάματα παίζουν στα 50-60 ευρώ, 80 δε παίρνουν ούτε οι παλιοί πορτιέρηδες (άσχετο τι φούμαρο θα πουν στη παρέα).

  1. Από εδώ:

Hmm, prin 3-4 meres hthela na paixw ena clanmatch ut2k3 kai me thn T, anti gia to stade 100-110 pou epiana sto sygekrimeno server, epaize apo 100 mexri 600.

  1. Από εδώ:

Τα ενοίκια παίζουν από ανάλογα με την κατάσταση, την παλαιότητα, την περιοχή, το μέγεθος. τον αριθμό των υπνοδωματίων, εάν επιτρέπονται κατοικίδια, εάν υπάρχει μπαλκόνι κλπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Μπράβο ρε πάτσι. Πώς μας είχε ξεφύγει αυτό;

Θα μπορούσαμε να πούμε, κάπως αφηρημένα, οτι το παίζω έχει σημασίες που αφορούν γενικά την ύπαρξη: «υπάρχει», «υπάρχει μεταξύ κάποιων τιμών», «ενδέχεται, υπάρχει ως ενδεχόμενο, ώς δυνατότητα», «συμβαίνει».

#2
patsis

Επίσης, επιφέρω ένα μάλλον ύπουλο πλήγμα σε κάποιον, στις φράσεις παίζω μαλακία/πουστιά/μπινιά σε κάποιον.

#3
vikar

Στα παραπάνω υπαρξιακά να προσθέσουμε και τα «εμφανίζεται», «παρατηρείται».