Συμπληρωματικά με τους άλλους ορισμούς, παίζω σημαίνει και κυμαίνομαι, παρουσιάζω τιμές εντός ενός εύρους ή ανάλογα με κάποιους παράγοντες.
- Από εδώ:
άμα μου αποδείξεις που πληρώνουν 250 ευρώ σε πόρτα, θα σου δίνω εγώ 300 για να κάθεσαι στο καναπέ σου κάθε μέρα. Σου το υπόσχομαι. Τα μεροκάματα παίζουν στα 50-60 ευρώ, 80 δε παίρνουν ούτε οι παλιοί πορτιέρηδες (άσχετο τι φούμαρο θα πουν στη παρέα).
- Από εδώ:
Hmm, prin 3-4 meres hthela na paixw ena clanmatch ut2k3 kai me thn T, anti gia to stade 100-110 pou epiana sto sygekrimeno server, epaize apo 100 mexri 600.
- Από εδώ:
Τα ενοίκια παίζουν από ανάλογα με την κατάσταση, την παλαιότητα, την περιοχή, το μέγεθος. τον αριθμό των υπνοδωματίων, εάν επιτρέπονται κατοικίδια, εάν υπάρχει μπαλκόνι κλπ.
3 comments
vikar
Μπράβο ρε πάτσι. Πώς μας είχε ξεφύγει αυτό;
Θα μπορούσαμε να πούμε, κάπως αφηρημένα, οτι το παίζω έχει σημασίες που αφορούν γενικά την ύπαρξη: «υπάρχει», «υπάρχει μεταξύ κάποιων τιμών», «ενδέχεται, υπάρχει ως ενδεχόμενο, ώς δυνατότητα», «συμβαίνει».
patsis
Επίσης, επιφέρω ένα μάλλον ύπουλο πλήγμα σε κάποιον, στις φράσεις παίζω μαλακία/πουστιά/μπινιά σε κάποιον.
vikar
Στα παραπάνω υπαρξιακά να προσθέσουμε και τα «εμφανίζεται», «παρατηρείται».