Λογοπαίγνιο του αγγλικού payroll, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί δια την αναφορά σε εφήμερο σεξουαλικό παρτενέρ (fuckbuddy), με την/τον οποία/ον συνευρίσκεται σε τακτά διαστήματα ο αναφερόμενος. Η πράξη γίνεται ίσως και από υποχρέωση, για να μην χαθεί η/ο παρτενέρ από την διαθεσιμότητα.

Άσε, μου έστειλε η Άντα να πάω σπίτι της απόψε και βαριέμαι απίστευτα. Έλα όμως που την έχω στο πέηroll και πρέπει να την πηδάω μια φορά τη βδομάδα, μη λακίσει και βρει άλλον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

Χώρια τα πέη-pal, πέη-per-view, πέη-as-you-go, tap 'n' πέη, ετσέτερα ετσέτερα ετσέτερα.