Το τραμπουκολίδι (πληθ.: τραμπουκολίδια) είναι η επιθετική συμπεριφορά ενός τραμπούκου ως προς σωματικά ασθενέστερο άτομο, κατά προτίμηση σε δημόσιο χώρο. Συμβαίνει και μεταξύ ζώων, πχ. απο σκύλο σε γάτα σε πλατεία, με έναυσμα πεσμένο κομμάτι γύρο. Ορθώς προφέρεται ως τραμπουκολjίδια, κατά τη λαϊκή προέλευση της λέξης.

Πλέον, οι ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: αγγλικά έχουν κάνει τη λέξη 'μπούλινγκ' να επικρατήσει.

Βλέπε και μπουλίζω.

Ρε φίλε, στο γήπεδο είπαμε να πάμε, αλλά μέθυσε ο Ηρακλής και πλακώσαμε μια διπλανή παρέα στα τραμπουκολjίδια...

Got a better definition? Add it!

Published

Λογοπαίγνιο του αγγλικού payroll, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί δια την αναφορά σε εφήμερο σεξουαλικό παρτενέρ (fuckbuddy), με την/τον οποία/ον συνευρίσκεται σε τακτά διαστήματα ο αναφερόμενος. Η πράξη γίνεται ίσως και από υποχρέωση, για να μην χαθεί η/ο παρτενέρ από την διαθεσιμότητα.

Άσε, μου έστειλε η Άντα να πάω σπίτι της απόψε και βαριέμαι απίστευτα. Έλα όμως που την έχω στο πέηroll και πρέπει να την πηδάω μια φορά τη βδομάδα, μη λακίσει και βρει άλλον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε ψυχοτρύγι.

Μπες online, πάμε να τρυγήσουμε ψυχές απόψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψυχοτρύγι (ή αλλιώς, ο τρύγος ψυχών όπως αναφέρει πρώτος ο κορυφαίος προφήτης Ablahadanabla), αναφέρεται στην πλήρη κυριαρχία κάποιου πάνω σε κάποιον άλλο.

Σε παραλληλισμό με παρόμοιες εκφράσεις, τρυγώντας την ψυχή κάποιου, τον «ποουνάρεις επικά», τον στέλνεις αδιάβαστο, τον αφήνεις σέκο.

Ως έκφραση, ξεκίνησε εμπνευσμένο από ατάκα πιθανώς του Mikeius στο faeenamalaka, όπου ένας πρόθυμος αρκούδος τρυγεί το κορμί του Fred.

Εξελίχθηκε ώστε να περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από απλώς ένα κορμί, καθώς εξ αποστάσεως (κοινώς από το ίντερνετ) δεν μπορείς να τρυγήσεις το κορμί κάποιου, αλλά μπορείς όμως να τρυγήσεις την ψυχή του, παίρνοντας ό,τι έχει αξία στην άβουλη υπαρξή του.

Άσε ρε φίλε, χτες το βράδυ έπαιζα με ενα καριόλη, δεν μπόρεσα να σηκώσω κεφάλι όλο το παιχνίδι. Μου τρύγησε την ψυχή ο πούστης. Ψυχοτρύγι όλο το βράδυ με πήγε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified