1. Πολύ κοντό ή/και σκισμένο σορτς, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται τα κωλομέρια
  2. (κατ’ επέκταση) Το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό

Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου

- Ωραίο το σορτσάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, σχίσιμο μπροστά, ντεκωλέεε... μπράααβο το Μαράκι.
Ντεκωλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Τα 'σπασε!

#2
Khan

Σύγκρινε με: ξεκωλτέ.

#3
σφυρίζων

#4
soulto

Καλέ υπάρχει και το ξέκωλο!

#5
dryhammer

αρα: ντεκωλέ+ ξεκωλτέ= μπραζίλ μεταμφιεσμένο σε σορτσακι

ινσέψιο: παντα μ' άρεσαν οι γιαπωνέζες racing για το πως ήταν αναγκασμένο να κάθεται το καγκουροξέκωλο ως επιβάτης (12+ ποντο απαραίτητο)