Ο Ηρακλειώτης, αποκαλούμενος από Ρεθυμνιώτες. (Δες).
Πάλι οι φραγκοφονιάδες μας κυβερνούν.
Ο Ηρακλειώτης, αποκαλούμενος από Ρεθυμνιώτες. (Δες).
Πάλι οι φραγκοφονιάδες μας κυβερνούν.
Got a better definition? Add it!
Σκωπτικό προσωνύμιο για τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη (2019-2023) ακά Κούλη, ο οποίος θεωρείται από τους χρησιμοποιούντες την έκφραση ότι συγχέει υπερβολικά τον θεσμό με το πρόσωπό του, όπως ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ΄ της Γαλλίας.
Μόνο όταν το διέταξε ο κουλουδοβίκος σηκώθηκαν τα ελικόπτερα να σβήσουν τις φωτιές. Πριν δεν το είχε σκεφτεί κανείς.
Got a better definition? Add it!
Σκωπτικό προσωνύμιο του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη λόγω θεωρούμενης ταύτισης του θεσμού με το πρόσωπό του, κατά το πρότυπο του Λουδοβίκου ΙΔ΄.
Got a better definition? Add it!
Κάποιος ο οποίος φέρεται ηγεμονικά ταυτίζοντας έναν θεσμό με το πρόσωπό του. Βλ. και Μαρία Αντουανέτα.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για τα παλιά όπλα τα οποία μετά βίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Το πρώτο συνθετικό είναι το "παλιό" και το δεύτερο το "γκρα" που πρόκειται για γαλλικό τουφέκι το οποίο χρησιμοποιούνταν στον Ελληνικό στρατό από το 1864 μέχρι το Β π.π.
Καλά ρε μαλάκα με τους παλιογκράδες πήγες να σκοτώσεις αγριογούρουνα ?
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η χασούρα, το βάρος, η απομύζηση. Η κατάσταση της άσκοπης απόσπασης πόρων και δυνάμεων από μια οποιαδήποτε αιτία. Ως εκ τούτου δεν αναφέρεται απαραιτήτως σε άνθρωπο, αλλά σε οποιαδήποτε κατάσταση πραγμάτων ή πράγμα που μπορεί να αποσπά αναίτια ζωτικές δυνάμεις.
- Ρε, θα τα κόψω τα βιομηχανικά λέω. Μου τρώνε λεφτά. - Ναι ρε! Σκέτη φύρα είναι τα μανήσια. Στην τελική πάρε καπνό και στρίβε.
Got a better definition? Add it!
Published
Αυτός που δεν είναι πραγματικός φαν μιας μπάντας ή κάποιου μουσικού εν γένει, αλλά ακούει περιστασιακά την μουσική τους. Ως εκ τούτου, δεν γνωρίζει όλους τους στίχους των τραγουδιών τους, παρά μόνο τα ρεφρέν, τα οποία επαναλαμβάνει σε συναυλίες, πάρτι και λοιπές μουσικές συναθροίσεις, ώστε να ταυτιστεί με την ατμόσφαιρα της φάσης.
-Ρε, τσέκαρε 'κει! Ο Κώστας ρε, μ' ένα τσιτωμένο γκομενάκι με τα δερμάτινα.
-Χαχαα! Έλα ρε τον ρεφρενάκια τον Κώστα που μου 'ρθε και Maiden. Πάω στοίχημα τραγουδάει μόνο τα φωνήεντα.
Got a better definition? Add it!
Η οργή, τα νεύρα, ο θυμός. Η έκφραση μεταφέρθηκε από τη γαλλική γλώσσα και συγκεκριμένα από το διάσημο τραγούδι της ράπερ Keny Arkana "La Rage", που πραγματεύεται το θυμό της άγριας νεολαίας. Χρησιμοποιείται μόνο του, εν είδει επιφωνήματος. Μπορεί να εντοπίζει οργή που εμφανίζεται σε άλλον από τον ομιλούντα, όπως παρακάτω:
1) Καλά, η Αφροξυλάνθη μου έχει κάνει πέντε κλήσεις στο σκάιπ και δεν της έχω απαντήσει ακόμα. Σίγουρα λα ραζ!
2) Πήγα σπίτι αργά και η μάνα μου με περίμενε ξύπνια στον καναπέ. Άσε δεν σου λέω τίποτα, λα ραζ!
Ή μπορεί να δηλώνει οργή του ίδιου του ομιλούντα:
3) Και πάω, που λες, να βγω απ' το τραίνο και πέφτει πάνω μου μια γριά που έμπαινε. Λα ραζ!
Got a better definition? Add it!
Published
Στην αργκό των οικοδόμων έτσι λέγεται ο διακόπτης με δύο ή τρία κουμπιά που το κάθε από αυτά ανοίγει μία διαφορετική σειρά από φώτα στον ίδιο χώρο ή διπλανούς χώρους. Ετυμολογείται από το γαλλικό commutateur που σημαίνει το διακόπτη γενικότερα.
-Αλλάξαμε τα κομιτατέρ κάτω γιατί δεν ανάβανε όλες οι λάμπες στα πατάρια.
κομιτατέρ με τρία κουμπιά
κομιτατέρ με δύο κουμπιά σε vintage στυλ
Got a better definition? Add it!
Γαλλισμός αρκετά διαδεδομένος στο διαδίκτυο, ψιλοχοντροακούγεται κιόλας. Παναπεί : έτσι δεν είναι?, από το ταυτόσημο γαλλικό n' est-ce pas?
(Η άλλη, που ανέσπα τα μαλλιά της καμία σχέση. Μην ακούτε τρίχες).
Πάντως περισσότεροι Γάλλοι θα σου μιλήσουν αγγλικά, παρά Αγγλοι οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. νεσπα; ici
Ωραίες οι ιστορίες που συνοδεύουν ή καλύτερα γυροφέρνουν τις λέξεις, νεσπά; aussi
Φαντασου να τρως καθε μερα πατατες γιαχνι ας πουμε. Βαρετο, νεσπα? là-bas
ο υπερκορεσμός (κοινώς το μπουρδουκλωμένο μπούγιο) της μουσικής του Βάγκνερ όλα τα επιτρέπει (όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω) ακόμα και μια ωραία συζήτηση περί ανέμων και υδάτων. Διότι κάπως πρέπει να περάσει και η ώρα, νεσπά; μπλα-μπλα
Got a better definition? Add it!
Published