Καλιαρντή λέξη που σημαίνει την κόρη, τη θυγατέρα, ετυμολογούμενη από το ηράκλω (<rakli, rakhli = κοπέλα, κόρη ξένη στη ρομανί) και το μουτζό (<mindž = αιδοίο στη ρομανί). Βλ. και ηρακλοβιρτζίνω.

Αβέλετε τζαστικό μωρή γκαζοζού, που μου μου θέλετε και κουραβέλτες με την ηρακλομουτζού. (Από το μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

Smörgåsbordello επιρροών τα καλιαρντά, απόρροια διαπολιτισμικών κωλοξεσκισμάτων σε σαλόνια, λιμάνια και τσαντίρια. Δεν παύω να εκπλήσσομαι.