γιάε, ιδέ, στράφου, βλέπε, θώριε

Όλες είναι κρητικές προστακτικές και αφορούν στην όραση. Εφιστούμε την προσοχή σ' αυτόν που απευθυνόμαστε, να προσέξει αυτό που του περιγράφουμε ή του δείχνουμε. Υπάρχουν λεπτές σημασιολογικές διαφοροποιήσεις για την καθεμιά, αν και στην κοινή ελληνική όλες μπορούν να μεταφραστούν ως "δες".

Γιάε

Λέξη που προήλθε από συμφυρμό της πρόθεσης "για" και της προστακτικής "ιδέ" του ρήματος βλέπω ->για ιδέ> γιάιδε (έκκληση τόνου,προφορά της φράσης ως μία λέξη)>γιάιε (έκπτωση του "δ", λόγω της προφοράς του "ι" της προστακτικής ως μεσαιωνικού μέσου απαλού ημιφώνου)>γιάε (αποβολή ημιφώνου). Χρησιμοποιείται με έντονο τρόπο, όταν θέλουμε οπωσδήποτε να καταστήσουμε κάτι φανερό.


Περνοδιαβαίνει την πλατέα μια γρα με βαρύ ριζικό. Δυο γειτόνισσες τήνε θωρούνε, χωρίς τα δικά τζη προβλήματα, αλλά πολύ πιο κακόστητες και σχολιάζουν μ' αγανάκτηση και ζήλεια:
"Γιάε τηνε τη γρα την κακορήμαλη, παρά τα βάσανά τζη, η αρχοντιά δεν έλειψε απ' την περπατηξιά τζη..."

Ιδέ

Προστακτική αορίστου από τα αρχαία ελληνικά του ρήματος "ορώ". Ανήκει στα εξαιρετέα ρήματα ως προς τον τονισμό, καθώς είναι ένα από τα πέντε της αρχαίας ελληνικής που τονίζονται στη λήγουσα, ενάντια στον γενικό κανόνα που προβλέπει τονισμό σε παραλήγουσα ή προπαραλήγουσα (ευρέ(<ευρίσκω), ιδέ(<από άχρηστο ενεστωτικό ρήμα που δίνει και τον αόριστο είδα, το ρήμα οίδα - παρακείμενου με σημασία ενεστώτα που σημαίνει γνωρίζω, τον άχρηστο ενεστώτα του οίδα, είδω που θα πει κι αυτό γνωρίζω αλλά πολύ συγκεκριμένα μέσα από το αισθητήριο της όρασης) , ελθέ (<έρ/λχομαι), λαβέ (<λαμβάνω), ειπέ (<από άχρηστο ενεστωτικό ρήμα απ' όπου βγαίνει το ουσιαστικό έπος που σημαίνει πρωταρχικά ομιλία, εξ ου και νήπιο - νη, αρνητικό μόριο όπου σε αρχαίες διαλέκτους της ελληνικής είχε τη χρήση του στερητικού "α"+έπος, δηλαδή αυτό που δε μιλά ή δεν μπορεί να μιλήσει). Το λαβέ έγινε λάβε στα νέα ελληνικά κι ακολούθησε έτσι τον κανόνα, το ελθέ, έλα ενώ τα υπόλοιπα γίναν μονοσύλλαβα (πες, δες, βρες).
Είναι εύηχη ως λέξη και επιβλητική γι' αυτόν το λόγο, προστακτική. Αναβαθμίζει το κύρος του ομιλητή της, υπάρχει και ως ιδού στην Καινή Διαθήκη. Ακούγεται κομψή και κυριλάτη σε αντίθεση με το πιο άγριο γιάε και μπορεί να έχει και ελαφρώς ειρωνική χροιά. Οπωσδήποτε δηλώνει και το θαυμασμό αυτού που περιγράφει προς το συμβάν/πρόσωπο που αναφέρεται, χωρίς όμως να λείπει μία λανθάνουσα περιπαικτική διάθεση.


- Ιδέ τηνε, πως πάει, κοτσονάτη και τριζάτη...
- Ιδε κατάσταση, ιδέ πράματα...
(ισοδυναμεί με το "για δες εκεί" σ'αυτά τα δυο) - Ιδέ, ίντά 'βγαλα στη χέρα... Σήμερο τό’δα...

Στράφου

Από το ρήμα στρέφομαι. Μπορεί να αποδοθεί μορφολογικά ως στρέψου στην κοινή. Από την προστακτική του ρήματος αυτού απαντά οριστική ενεστώτα ως "στραφέρνω", με την εξειδικευμένη έννοια "προσέχω". Εδώ το στρέφομαι έχει την έννοια του "στρέφω το νου μου", δηλαδή προσέχω πάρα πολύ αυτό που μου δείχνουν ή αυτό που θέλω να δω.


- Στράφου δα και γροίκησε τούτη να την αθιβολή(=εξιστόρηση, συνήθως αληθινού περιστατικού με σκοπό τη διδαχή).
- Κι όντεν ελάλιε το κουράδι(=και όταν οδηγούσε το κοπάδι)...
- Στράφου δα να σου πω ιντα μου εσύμβηκε τση κακορίζικης με ντο γεροτράο απού ερήμαξέ με, σήμερο!...

Βλέπε

Η ενεστωτική προστακτική του ρήματος βλέπω που απαντά σπάνια στην κοινή, παρά μόνο στις παραπομπές (Π.χ.:βλ.λ., βλέπε λέξη κ.λπ.)


- Πώς πεταρίζει κι είναι ένα γ-καμάρι... Βλέπε ν-το...
- Μα βλέπε εδά που δείχνω σου!...
-Βλέπε ν-το γ-κοπέλι, να πάω στη χώρα να ψουνίσω...

Θώριε

Από το ρήμα θωρώ(=βλέπω) από το αρχαίο θεωρώ(=επιβλέπω, και επιβλέπω γνώμη δηλαδή νομίζω, μεταγενέστερα). Έχει την ευρύτερη έννοια του επιθεωρώ - προσέχω, αλλά και τη στενότερη που εφιστά την προσοχή εκείνη τη δεδομένη στιγμή που ζητείται.


- Θώριε μωρέ μπαϊλντισμένε που γράφεις, μην έρθω με τη ρίγα... Δε νιώθεις;
- Θώριε το πετειναράκι τσι πήδους απούσα κάμει...
- Θώριε το τρακτέρι μια ολιά(=λιγάκι) μέχρι να γαείρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
soulto

+50

#2
dryhammer

Άριστον!!

Στη Χίο το "γιάε" (και "γιάδε") περιέχει ενίοτε και την απειλή ιδίως όταν λέγεται μόνο του (χωρίς να προσδιορίζεται η συνέπεια)

...(Πιτσιρίκι κάνει φασαρία, φωνάζει, οχλεί γενικά)

- Γιάε παιδάκι... Κανόνισε... (ενν. να τις φάς)

Επίσης το "βλέπε" ως "πρόσεχε" λέγεται για επίφαση "έβλεπε" (συνήθως στην αρχή της πρότασης)

Έβλεπε πού πατείς κι είν' όλο λάκκοι...

Έβλεπε δωνά να ξεστραβωθείς κι άσ' τα κοριτσάκια. Έ α (=δεν θα) σου το φτιάξουνε 'κείνα.

#3
dryhammer

-Βλέπε ν-το γ-κοπέλλι, να πάω στη χώρα να ψουνίσω...

παράδειγμα

Η γειτονιά μου απέχει ένα χιλιόμετρο από την πλατεία της πόλης κι όμως μέχρι πρόσφατα λέγαμε "θά κατέβω στη χώρα" (ταξίδι ολόκληρο), "-Από του ΧΧΧΧΧΧΧ το πήρες; - Όχι! Από τη χώρα!"

#4
donmhtsos

Εξαιρετικό!

#5
xalikoutis

Καλό ... αλλά και χμμμ... ας κάνω κάποιες συμπληρώσεις, έχω και διαφωνίες με την απόδοση της διαλέκτου, και δε νομίζω ότι φταίει η διαφορά καταγωγής από άλλη επαρχία (από την Κίσσαμο νομίζω είπες Βαρβαρόσα, Σφακιά μεριά εγώ)

Γιάε: όντως χρησιμοποιείται για να εφιστήσει την προσοχή σε κάτι αξιοθαύμαστο. Όταν χρησιμοποείται μονολεκτικά - επιφωνηματικά έχει συνήθως την έννοια "δείτε ντροπής πράματα". Υπάρχει και πληθυντικός γιάετε.

Ιδέ: υπάρχει και πληθυντικός ιδέτε. Πράγματι, είναι πιο κόσμιο-ευγενικό, δείχνει φροντίδα για την έκφραση σε σχέση με το "γιάε".

Στράφου: δεν το έχω ακούσει ποτέ ούτε Σφακιά, ούτε σε Χανιά και Ρέθυμνο, όπου χωνεύουνε πολλά, κι από πολλές μεριές. Για να το πω κι αλλιώς, για να πεις σε κάποιον να στρίψει για να δει κάτι, του λες απλά κάμ' ετσά να ιδείς ένα μ-πράμα (= κάνε έτσι να δεις κάτι). Ή...

Ξάνοιγε, ξάνοιξε: το ρήμα ξανοίγω (φαντάζομαι εξανοίγω το έτυμο) είναι ίσως και το πιο συνηθισμένο σχετικό ρήμα σε όλη νομίζω την Κρήτη, και η σημασία του κυμαίνεται από το απλώς κοιτάζω, χωρίς καμία νοητική μετοχή (ας γράψουμε ένα γλαφυρό παράδειγμα: θαρρείς και δουλεύγει; ούλη τη μέρα την τηλεόραση ξανοίγει, απού να μην του πω πράμα του τεμπέλαρου) μέχρι προσέχω εντατικά (π.χ. ξάνοιγε κακορίκο μη σε γελάσουνε οι μαστόροι), και απαντά και στο στιγμιαίο και στο διαρκές ποιόν ενέργειας.

βλέπε: πράγματι, λέγεται και συνήθως σημαίνει "πρόσεχε". Π.χ. βλέπε το τσικάλι = πρόσεχε την κατσαρόλα, και τα υπόλοιπα παραδείγματα που δίνει η βαρβαρόσα. Ενδιαφέρον είναι ότι στα Σφακιά νομίζω μόνο υπάρχει προστακτική μέσης φωνής βλέπου, πρόσεχε τον εαυτό σου, π.χ. βλέπου μη βαρείς = πρόσεχε μη χτυπήσεις. (Νομίζω στα ενδεχομένως μερικά κλικ γλωσσικά συντηρητικότερα Σφακιά επιβιώνουν πιο πολλές προστακτ. ενεστώτα μέσης φωνής, λέμε π.χ. κείτου=μείνε ξαπλωμένος, μη σηκώνεσαι - έχει σχηματιστεί μάλλον αναλογικά και τύπος κάθου = μείνε καθισμένος, μη σηκώνεσαι - κρύβου κ.α. ).

θώριε= το θώριε - θωρείτε έχει την εξής διαφορά από τα άλλα: δηλώνει πάντα ποιόν ενέργειας διαρκείας. Γι΄αυτό και χρησιμοποιείται για να πεις στον άλλο να έχει διαρκώς την προσοχή του, π.χ. αν του πεις θώριε ομπρός σου σημαίνει κοίταζε μπροστά σου διαρκώς (και όχι κοίταξε μπροστά σου γιατί κάτι προέκυψε ή για λίγο). Γι' αυτό το λόγο, το παράδειγμα με το πετειναράκι που χοροπηδάει, δε μου ακούγεται σωστό.


Από κει και πέρα, δε μπορώ να μη σημειώσω και μερικά άσχετα προβληματάκια στα παραδείγματα. Π.χ. εκεί που λες:
- γροίκησε τούτη να την αθιβολή -> δεν υπάρχει προστακτική γροίκησε, μόνο γροίκα.
- Μα βλέπε εδά που δείχνω σου!... -> νομίζω θα λεγόταν μα βλέπε εδά που σου δείχνω. Αυτό το παροιμιώδες σκουτελοβαρίσκω σου, έχει κάνει ζημιά, γιατί όλοι έχουν την τάση να νομίζουν ότι η αντωνυμία αντικείμενο στα κρητικά μπαίνει πάντα στο τέλος. Όχι, μπαίνει και πριν το ρήμα, και όταν το ρήμα είναι κάπως μη κρητικό (όπως το δείχνω) ακουλουθούνται πάντα οι πιο πρωτευουσιάνικες συντάξεις.
- Θώριε το πετειναράκι τσι πήδους απούσα κάμει..-> το απούσα δεν το έπιασα (;). Μάλλον ήθελες να πεις πήδους απού τσι κάνει (που τους κάνει). Σε αυτήν την περίπτωση το κάμει, είναι λάθος, γιατί το κάμει είναι ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ Ο ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΣ τύπος του κάνει (δηλαδή ακολουθεί τα θα, να, ας. Επίσης, είναι και αυτό πως-το-λένε-αυτό που βάζουμε στους τετελεσμένους χρόνους: έχω κάμει κλπ. Επίσης προστακτική: κάμε, κάμετε). Για μένα το κάμει ως ρήμα οριστικής σε κύρια πρόταση είναι το πιο εκνευριστικό λάθος σε όσους πάνε να μιλήσουνε κρητικά: ίντα κάμεις;.

Σόρυ για το ψυχικό πάθος, μην εκληφθεί ως εριστικότητα, αλλά αν είναι να γράφουμε διαλεκτικά που-δεν-είναι-και-τόσο-σλανγκ, ας γράφονται τουλάχιστον σωστά.

#6
soulto

Σανκρητικό διβέιτ, ετς!

#7
xalikoutis

Εκτός από σπασαρχίδικες διορθώσεις, κάνω και άτεχνες επανορθώσεις, οπότε παρακάλω να μην πάρει η βαρβαρόσα επι προσωπικού τα παραπάνω και δεν αμφισβητώ γενικά την ειδημοσύνη και το γλωσσικό της αισθητήριο, αλλά τα κουτουτουμουγού "στραβά" δε μπορώ να μην τα επισημάνω, και ασφαλώς το όλον πήγαινε σε όσους το έχουμε/ουτε/ουνε παραχέσει για μια ακόμα φορά με τις ντοπιολαλιές σε σημείο να έχει χαθεί το όποιο σχετικό ΚΡΗΤΗριο και οι καινούργιοι στο σάη χρήσται να μην έχουσι σαφή προσανατολισμό. Τη βρήκα συντοπίτισσα και της τα έχωσα, και το ύφος μου ήταν λιγάκι ό,τι να 'ναι και...αυτά.

#8
barbarosa

@xalikoutis: - Δεν υπάρχουν αποδείξεις γραπτές, μόνο το βίωμα της γλώσσας. Στα σημεία σύγκλισής μας, τα γλωσσικά μας βιώματα συγκλίνουν. Στα σημεία απόκλισης, γλωσσική μας εμπειρία διαφοροποιειται. Μόνη λύση είναι να έρθεις στα χωριά μου και να ακούσεις και γέρους, αλλά ιδίως τους νέους πως χειρίζονται σήμερα τη γλώσσα. Η καταγραφή ως διαδικασία είναι παρωχημενη και περιγράφει μέχρι το χτες, άρα οι ιστορικοτητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί στείρα ως μπούσουλας κανονιστικης καταγραφής και να οδηγεί τις γλώσσες σε φαύλο ελιτισμό και στον επιθανάτιο ρογχο τους.
- "Που δείχνω σε": Είναι προβληματική η σύνταξή του. Λίγες φορές την έχω κάνει κι εγώ "εσφαλμένα", όπως εδώ, λόγω υπερδιορθωσης από την εισβολή της σύνταξης ΑΡ που τείνει να επικρατήσει στα μεγάλα αστικά κέντρα κυρίως, του νησιού και να χαθεί αυτό το αρχαΐζον χαρακτηριστικό που καθιστά τη διάλεκτό μας ιδιαίτερη. Ο λόγος που είναι προβληματική είναι όχι επειδή το ρήμα είναι "πρωτευουσιανικο" αλλά επειδή είναι υποτακτική χωρίς όμως συμπληρωματικό δείκτη. Αυτό παραπλανει, εφόσον στη νέα ελληνική η υποτακτική φανερωνεται στη σύνταξη και όχι στη μορφολογια του ρήματος (το ρήμα δε δηλώνει από μόνο του στο σχηματισμό του, με διαφορετική κατάληξη όπως π.χ. στ' αρχαία την έγκλιση ειδικά στο μη συνοπτικό που συγχέεται με την οριστική ενεστώτα).Είναι μοιραίο να μπερδευτεί κανείς πια και να το σκάβει εν τη ρυμη του λόγου ως οριστική, κι έτσι γίνεται αυτή η προβληματική σύνταξη. Προβληματική μεν, υπαρκτή δε.(βλ. και "δεν έχω πού πάω", αντί που να πάω για την τάση η υποτακτική να συντάσσεται όπως η οριστική).
- Γροίκησε: Στην πραγματικότητα στα ν.ε. η προστακτική ούτε το συνοπτικό, ούτε το μη συνοπτικό δείχνει, καθώς επιβιώνει ή ο μεν τύπος με τις δύο σημασίες ή ο άλλος. Εδώ ο ομιλητής διεκρινε αυτήν την πρόθεση κι είχε τη διάθεση να τη διαφοροποιησει. Σπάνιο, αλλά συμβαίνει κι αυτό. (το συγκεκριμένο το'χω ακούσει δυο - τρεις φορές. Τα "λάθη" άλλωστε προϊδεάζουν τη γλωσσική αλλαγή).
- Το "απούσα" του τελευταίου παραδείγματος είναι τυπογραφικό. "Απού κάμει" , αλλά ο κορρεκτορας είχε άλλη άποψη...
@ ξεροσφυρης: "Στο κέντρο" λένε πια στο νησί, αντις για τη χώρα; Στα Χανιά μια ζωή "Στα Χανιά" ακούω... Σε μικρές πόλεις του νομού λένε "στη χώρα".

#9
dryhammer

Δεν έγινε ποτέ "κέντρο". Τώρα προσδιορίζεται είτε με οδό - περιοχή (Απλωταριά - η Ερμού της Χίου- , προκυμαία - παραλία, αγορά) ή γενικά "Θα πάω κάτω να πάρω ..." ενώ η απόσταση (λόγω μηχανοκίνησης) μίκρυνε χρονικά.