Τα γυαλιά οράσεως με χαρακτηριστικούς, υπερβολικά χοντρούς και αντιαισθητικούς φακούς που συνήθως καλύπτουν περισσότερα προβλήματα όρασης από τη μυωπία (μυωπία, αστιγματισμό, στραβισμό) σε έναν ασθενή, ή υψηλή/κακοήθη μυωπία (που μπορεί να εξελιχθεί σε καταρράκτη).

Συνήθως επιβαρύνουν αυτόν που τα φοράει λόγω του βάρους του σκελετού και τον αδικούν εμφανισιακά, κάνοντάς του τα μάτια, λόγω της υπερβολικής διάθλασης της σύνθετης εσωτερικής επιφάνειας τους, να φαίνονται υπερβολικά μικρά (στους πολύ ενισχυμένους φακούς) ή γενικώς μικρότερα του πραγματικού τους μεγέθους. Τώρα πλέον με την εξέλιξη στην οπτομετρική και στην κατασκευή των γυαλιών οράσεως τίθενται υγρά φίλτρα ενισχυμένα με πολύ λεπτές στρώσεις υάλων ποικίλης προέλευσης για να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα με το ελάχιστο δυνατό πάχος φακού. Έτσι τα ματομπούκαλα είναι εν πολλοίς παρελθόν. ματομπούκαλα


Συνθ. λέξη εκ του μάτι (ματ-), δείκτη σύνθεσης -ο- και μπουκάλι (μπουκαλ- με κλητικό επίθημα α). Συνώνυμο τα πατομπούκαλα, όπου εδώ ειρωνικά αναφέρεται πως κάποιος έχει χρησιμοποιήσει για γυαλιά τους πάτους (α'συνθ.)γυάλινων μπουκαλιών (β'συνθ.) που είναι χοντροί σαν τα αντιαισθητικά αυτά γυαλιά (από το πάτος και μπουκάλι).

Δύο φίλοι σε ένα μπαρ συζητούν:
- Κοίτα εκεί πίσω, με τρόπο.
- Ναι, τί; Ωραίο γκομενάκι.
- Όχι, όχι αυτήν, τη διπλανή...
- Ποιαν; Αυτή με τα ματομπούκαλα;
- Σσσσσς! Μην καρφώνεσαι! Ναι, αυτή!. Μ' έχει σταμπάρει με τα πατομπούκαλά της... Απορώ τί να έχουν από πίσω άραγε;...
- Κουκουτσόσπορους, δε βλέπεις;

ματομπούκαλα... ...πατομπούκαλα

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γκέι στα αρτινά. Απαντά σε θηλυκό γένος κατ'αναλογία προς την "αδελφή".Πιθανότατα από τη λέξη "γκέι" απ' όπου έχει τον ίδιο αρχικό φθόγγο και την -ουέρα, κατάληξη επιτατική - μεγεθυντική της σημασίας κατ'αναλογία προς το "μάνα - μανάρα", "πόδι - ποδάρα" και με τάσεις γιουχαΐσματος με τη χρήση του "ου".
Απευθύνεται στους άρρενες ομοφυλόφιλους που έχουν κάποια υπερβολή στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά που τους προδίδει. Με άλλα λόγια είναι υποτιμητική εκδοχή αντίστοιχη της "κραχτής" ή "αδελφάρας ξεγυρισμένης", αυτού που φαίνεται όσο και όπως φαίνεται αλλά δεν ενδιαφέρεται για τα προσχήματα και βέβαια ούτε να το κρύψει ειδικά μεταξύ του κύκλου του που είναι εξοικειωμένος πλέον.

"Πω, ρε μάνα μ', τί'ναι φτούνη η γκουέρα; Φρύδι τσίτα, αποτρίχωση κάργα, χείλη φουσκωτά, λίγο κόκκινα, πουκάμισο λαμέ με λέλουδα, χέρι σπαστό... Κάποιος να βρεθεί να τον μαζέψει μην τον πετύχει κάνας αδερφός του..."

Got a better definition? Add it!

Published

πολύ μαρκόνι έπεσε

Σε χαρτοπαίγνια μπαζών (όπως μπριτζ, βίδα ,μπελότα κ.λπ) κατά τη διαδικασία της αγοράς που προηγείται του καθεαυτού παιξίματος όπου και αποφασίζεται τί είδους συμβόλαιο θα παιχθεί (χωρίς ατού ή με ποια φυλή της τράπουλας για ατού, με πόσες μπάζες θα κερδίσει ο άξονας που θα αναλάβει εκτέλεση) αναλόγως το μπαζοπαίχνιδο , η συννενόηση για πόντους, ισχύ φύλλων για να βρεθεί αυτό που συμφέρει καλύτερα τους υποψήφιους εκτελεστές πρέπει να γίνεται νόμιμα με τον εγκεκριμένο τρόπο, ΠΑΝΩ στο τραπέζι και ΜΟΝΟ (ούτε πάνω απ' το τραπέζι, ούτε κάτω). Έτσι συνθηματικά όπως πάτημα στον κάλο του ποδιού, σπρώξιμο κάτω απ' το τραπέζι , ξύσιμο αυτιού, τρίψιμο αυτιού και μύτης, βήξιμο, λοξοκοίταγμα και λοιπά που εκτός από συναισθηματική φόρτιση από την ευφορία που πηγάζει από το παιχνίδι φέρουν και άλλες προσυμφωνημένες παγαπόντικες πληροφορίες για να την πατήσουν σα βλάκες οι του αντίπαλου άξονα - ομάδας, ανήκουν στο σύστημα "Μαρκόνι", ήτοι των πουστοκλεψιώνε ασυρμάτου τηλεπικοινωνίας προκαθορισμένου κώδικα (εκ του Μαρκόνι που ως πειραματικός φυσικός ούτε εκείνος φέρθηκε και πολύ τίμια, καθώς έκλεψε την πατέντα των ραδιοκυμάτων από τον Τέσλα και την οικειοποιήθηκε πλήρως).
Κατ' επέκταση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις όπου αθέμιτη βοήθεια χρησιμοποιήθηκε για τη διεκπαιρέωση κάποιας εργασίας - αξιολόγησης για την οποία ο υποβαλλόμενος έπρεπε να φέρει εις πέρας με τις δικές του δυνάμεις και μόνο (σχολικά διαγωνίσματα με κινητά σκονάκια ή σινιάλα ή ψιθυρίσματα, ίσως και κινητά τηλέφωνα, νοήματα στον συμπαίκτη της παντομίμας κάτω απ' τη μύτη της αντίπαλης ομάδας κ.λπ.)και συμπεριλαμβάνει κάθε είδους συνεννόηση εκεί που δεν πρέπει να υπάρχει, ούτε ως παρεμβολή για βοήθεια, διαταράσσοντας τα βάιπς, έστω για καλό των υπαρχουσών ραδιοσυχνοτήτων των παρευρισκομένων.

 

1. - Τί έγινε; Πώς τα πήγες στο τουρνουά;
- Ρε πούστη μου δε χάσαμε ούτε ένα παιχνίδι, αγοράζαμε σαν τους τρελούς, δεν αφήναμε αντιπάλους εύκολα, αφού είχαμε πόντους να μας την πούνε, αλλά, αλλά.. Πάλι κερδίσανε οι γνωστοί άγνωστοι...
- Τί διάολο, το κοκαλάκι τη νυχτερίδας έχουνε;
- Χέσε με κι εσύ... Αφού πολύ μαρκόνι έπεσε κι αυτήν τη φορά. Καλά, έτσι και τους τσακώσω, κατευθείαν στον πρόεδρο. Μα καλά, για πόσο μαλάκες μας περνάνε;;
2. - Τί να σου πω!΄Εχασες που δεν ήρθες να δώσεις αρχαία...Ένα σου λέω, μέχρι και οι πέτρες αντιγράψανε...
- Εμ..Ήθελα νά'μαι καλό παιδί και είπα να κάτσω να διαβάσω αυτήν τη φορά. Αφού δεν ήμουν έτοιμη...είπα να μην το ρισκάρω.
- Πολλή φάση, έχασες. Θα παραξενευτώ αν δεν περάσαμε όλοι ή έστω οι περισσότεροι... Πολύ μαρκόνι έπεσε, μωρ' αδερφάκι μου. Δεν ξέρω αν τον Σεπτέμβρη θα είναι η ίδια κι αν θα ξαναγίνει τέτοιο τζέρτελο.Χαλασμός! Η Καλλιόπη μας έφερνε μέχρι με κινητό τις απαντήσεις!
3. - Ψιτ! Στο 3α τί έβαλες;
- Θα σου πω μετά!
- Όλο μετά μου λες κι όλο τίποτα Με τον Τάκη πολύ μαρκόνι έπεσε κι εδώ στον ψωριάρη τίποτα; Πες μου και μένα...
- Καλά ρε πρήχτη... Δες την κόλλα από δω με τρόπο... Θα του κάνω νόημα να σου στείλει και το σκονάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Φρίκαρα. Τόσο όσο κι όταν μού'ρχεται περίοδος μαζί με την κακοδιαθεσία, την αβολεψιά, τους πόνους που τη συνοδεύουν ως δύσκολη κατάσταση. Ειδικά όπως όταν συμβαίνει σε απρόσμενες στιγμές που δεν μπορείς να παρέξεις τις πρώτες βοήθειες στον εαυτό σου από παυσίπονα μέχρι σερβιέτες και πρέπει να σκαρφιστείς πώς θα βρεθείς σε χώρο να το κάνεις με την ησυχία σου και πολύ περισσότερο όταν σου συμβαίνει την ώρα που έχεις μπαλαμουτιαστεί με το γκομενάκι κι είστε έτοιμοι για το κυρίως πιάτο. Εκτός από τη φρίκη, σημαίνει και το ξενέρωμα που το συνοδεύει.
Η φράση ακούγεται από άντρες που εννοούν ό,τι παρατηρούν στη γυναικεία συμπεριφορά τις δύσκολες μέρες του μήνα. Λίγη νευρικότητα, λίγη υστερία, λίγη έλλειψη ψυχραιμίας, λίγη επιθετικότητα, λίγη αντιπαθούκλα, λίγη στριγγλότητα, λίγη γκροτεσκίλα... Και που για άλλους λόγους αυτά τα συμπτώματα μπορεί να βασανίσουν και αυτούς.


- Άστα να πάνε... Κι εκεί που είχα από κάτω το γκομενάκι και γκάπα γκούπα, τσαφ! Σπάει το προφυλακτικό. Άσε δε που έχυνα σαν να μην υπάρχει αύριο και δεν μπορούσα να σταματήσω και με τίποτα. Σαρανταπέντε λεπτά παιδευόμουνα. Δεν ήμουν σε καλή μέρα και τελείωσα ανισόρροπα...
- Καλά κι όταν το κατάλαβες;
- Μού'ρθε περίοδος, κόντευα να τρελαθώ. Λίγο μετά πιο ψύχραιμος λέω "αγόρι μου ψυχραιμία, συμβαίνουν και αυτά, δε θα τρελαθείς κι όλα... Γαμιάς είσαι, φάτα τώρα"...
- Κι άμα σου σκάσει κάνα παιδί;
- Κοίτα, φτιαγμένος είμαι κι εκείνη το ίδιο κι είμαστε και σε καλή ηλικία γι' αυτό. Καλή κοπέλα είναι,λίγο μεγαλύτερη, δεν έχουμε προλάβει να γνωριστούμε και πολύ, αλλά όλα εντάξει. Εγώ είμαι μέσα. Δε θέλω να καταντήσω μπακούρι...
- Μαλάκα, σκάσε γιατί μ'αυτά π'ακούω θα μου'ρθει εμένα περίοδος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διάολος στην Κρήτη είναι γέρος, γιατί μόνο τα γηρατειά ταιριάζουν στην ασχήμια των προθέσεών του. Όπως τα γηρατειά είναι ζαρωμένα και άσχημα εμφανισιακά,μπορεί για κάποιους να είναι πρόστυχα επενδεδυμένα με βρισιές σεξουαλικού περιεχομένου και έκφυλα με πρόθεση πραγματοποίησης των λεκτικών πράξεων των βρισιών άσχετα απ'την υπάρχουσα δυνατότητα. Άρα λοιπόν ο διάολος είναι γέρος, πρόστυχος, έκφυλος και αλλοίμονο σε όποιον τον πάρει (η μόνη που δε θα είχε αντίρρηση θα ήταν η Λουκρητία του Αρκά, άντε και η Βοργία, με τις μεγάλες παρακαταθήκες των Ισπανών βασιλικών στην αιμομειξία). Και μόλις ο διάολος τελειώσει με τα παιδιά του, γυρεύει αλλού θύματα. Πρόκειται για ισχυρή κατάρα. Πιο ισχυρή απ' το να πεις να πάει ο άλλος στο διάολο απλά, γιατί ο νέος είναι ωραίος μπροστά στον παλιό που είναι αλλιώς και ζοφερός. Στο γέρο ν-το διάολο, στην πιο βαθιά και παλιά κόλαση να καταλήξεις δηλαδή, άμα σε πάρει και σε σηκώσει.


- Ήρθε απόψε ο Μανιός και σού'φερε τούτα να σ'ένα ναϋλάκι μέσα...
- Μμμ...
- Και τούτα στα δίνει η Ψήλαινα απ'τσ'ελιές τση, πού'χανε φέτος μπεντέμα...
- ...
- Και παέ μού'δωκε ο Τζήμης τούτο να το γαργαλιστήρι να ξιεις την πλάτη σου όντεν πλένεσαι γή φαγουρίζεσαι...
-Άμε πες τονε στο γέρο ν-το διάολο να πάνε ούλοι τόνε, απού με κάψανε οι έγνοιες τωνε και η καψούρα που μου θέκανε με τα λόγια τωνε ήτονε το ευχαριστώ τωνε. Εδά στα πίσω πίσω μου γερεύγουνε τσι συγχώρεσές μου, μα δεν τωνε τσι δίνω. Την κατάρα μου νά'χουνε να τσι κρατεί γι'αντίδωρο,κι όσο για τούτα να τα κουρκουλούκια απού μου παρουσιάζεις, να πάνε τα τα θέσονε των κώλων τωνε! Στο γέρο ν-το διάολο ούλοι. Μπρος!...

Got a better definition? Add it!

Published

Ντράβαλα με γκόμενες ή αλλιώς δουλειές με φούντες (από την αντίστροφη).Ο περί ου ο λόγος τζόβενος μοντελοπνίχτης και βάλε στην καθισιά του [άμα λάχει] να 'ουμ'4 είναι το αγενές αλλά ταυτόχρονα συμπαθές δίποδο που δημιουργεί ή/και εμπλέκεται σε δίπορτες, τρίπορτες, πολύπορτες φαρσοκωμωδίες ερωτοσεξουαλικού περιεχομένου που μόνο και να τον πάρουνε χαμπάρι πέφτει ξύλο μετά μουσικής και γέλιο και των γονέων - από τους πιο σκατόψυχους εκ του μακρόθεν παρατηρητές της ιστορίας του. Κι επειδή "σπίτι χωρίς κέρατο - δάσος δίχως έλατο" έχει γίνει πονοκέφαλος και στόχος πολλών αγανακτισμένων κερατάδων ο γκομενοδουλευταράς γιατί κάποια στιγμή το απόθεμα σε λεύτερες εξαντλείται και επεκτείνεται το δαιμόνιο των δραστηριοτήτων του και στις παντρεμένες. Αμανάτι του γκομενοδουλευταρά είναι ασθένειες και παιδιά πολλές φορές όταν δεν τηρούνται οι απαραίτητες προφυλάξεις. Πλέον και οι γυναίκες επιδίδονται στο σπορ με γκόμενους ή γκόμενες, όπως και οι άντρες, χωρίς επίφαση μπουρδέλου, στην απελευθερωμένη και καλά κοινωνία που ζούμε του 21ου.


- Κοίτα φίλε, τη Σούλα... Λέει έτσι;
- Από που τη βλέπεις ρε; Αυτή έχει πιο πολλούς κώλους στο προφίλ της παρά πρόσωπο! Να αυτός εδώ είναι τριχωτός!... Στάσου να δω... Α, είναι σπόιλερ, άκυρο.
- Να, κοίτα και τη Λούνα...
- Ποια Λούνα, τη Λούνα Παρκ; Έλα ρε μαλάκα, μη μου πεις ότι σ'αρέσει αυτή η χοντρή τώρα... Συγκεντρώσου! Σα καρουζέλ είναι με τόσες περιφέρειες... Όνομα και πράγμα!
- Ναι, αλλά κάνει ένα κρεβάτι, φίλε...
- Την έχεις πάρει; Νόμιζα ότι "φάτε μάτια ψάρια" ήταν η φάση... Τέλος πάντων, εγώ προτιμώ την άλλη τη μικρή...
- Καλή είναι αλλά άπειρη... Ενώ η παντρεμένη...
- Η χοντρή είναι παντρεμένη;
- Κι έχει και τρία παιδιά. Είναι άλλο πράγμα σου λέω.
- Κι ο άντρας της;
- Ναυτικός.
- Κατάλαβα, δεν υπάρχει στο χάρτη... Τουλάχιστον, είναι τα παιδιά δικά του;
- ...
- Δε φοβάσαι μη της σπείρεις κι εσύ κανένα;
- Πάψε μαλάκα, έρχεται το χαζό!
- Γεια! Αδελφούλη, θα με πας βόλτα με τη μηχανή;
- Όχι τώρα. Έχω δουλειά.
- Τι βλέπετε εκεί, να δω κι εγώ...
- Όχι, φύγε σου λέω, δεν είναι για σένα!...
- Α, κατάλαβα. Γκομενοδουλειές πάλι συζητάτε. Αυτή που έχεις εκεί φωτογραφία σε πήρε τηλέφωνο και σε ζητούσε. Λέει θέλει το "μαρουλάκι" της...
- Μαρουλάκι την έχεις ρε μπάμια;! Αχαχα...
- Όχι ρε, αλλά επειδή είμαι τρυφερούδι...Κι εσύ μικρό ΦΥΓΕ ΤΩΡΑ!
- Έλα γκομενοδουλευταρά, ρισπεκτ! Μην την κάνεις να βάλει τα κλάματα, κρίμα είναι... Κοίτα πως τρέχει στη μάνα σου.
- Δεν είναι μέσα. Έχει δικές της γκομενοδουλειές να κοιτάξει κι αυτή...
- Προσοχή γιατί κυκλοφορούν κι ασθένειες. Επικίνδυνο σπορ έχετε ξεκινήσει. Ξένη είναι;
- Μεξικανή.
- Μάνα μου!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σου το προσυπογράφω με πόδια και με χέρια

Έκφραση που ακούγεται όταν είμαστε τόσο σίγουροι για κάποιο γεγονός ή κατάσταση που χρειαζόμαστε ό,τι άκρο έχουμε διαθέσιμο - το πέμπτο των ανδρών δεκτόν - για να επικυρώσουμε με την υπογραφή μας γραπτώς, εν είδει συμβολαίου αυτά που ισχυριζόμαστε, έντονα και με τρόπο που δε χωρά αμφιβολία. Αντίστοιχες εκφράσεις είναι το "κόβω το κεφάλι μου", "βάζω το χέρι μου στη φωτιά" θυσιάζοντας μέρη του σώματος σε μορφή όρκου για ό,τι ισχυριζόμαστε ενώ εδώ την τιμή που έχουμε χτίσει στο όνομά μας που είναι ακόμα πιο σοβαρή υπόθεση για την υπόσταση μας σε περίπτωση που κλονιστεί η εμπιστοσύνη των άλλων σ'αυτό, καθώς "κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ'όνομα" που λέει και το ρητό. Διότι ανάπηρος ζεις, χωρίς κοινωνική υπόσταση όμως η ζωή είναι ανυπόφορη. Είναι η ύστατη επιβεβαίωση αληθείας που αφορά στην τιμή του ατόμου.


- Και είσαι σίγουρη μωρή πως τον είδες;
- Καλέ, ναι σου λέω! Την είχε παλαμαριάσει και της ψιθύριζε στ'αφτί...Βάζε τώρα με το νου σου τί της έλεγε.
- Ρε, τον κοίταξες καλά; Ήταν όντως αυτός; Σίγουρα δεν έχει δίδυμο αδερφό, κάποιον ξάδερφο να του μοιάζει διαβολεμένα;
- Όχι, όχι, όχι! Αυτός ήταν! Σου το ξανάπα. Ξανθός, πρασινομάτης, κατσαρομάλλης, με μύτη μεγάλη ίσια σουβλερή κι εκείνη την ελιά στο δεξί του μάγουλο! Σίγουρα αυτός ήταν, είναι πολύ χαρακτηριστικός, σαν ξένος, δεν μπορεί...
- Καταλαβαίνεις τώρα τι πάμε να κάνουμε; Να βάλουμε γιαγκίνι στα καλά καθούμενα; Πριν να της το πούμε, πρέπει να βεβαιωθούμε. Σπίτι πάμε να διαλύσουμε! Κι επειδή σε ξέρω... Λέγε. Ορκίσου! Ορκίσου ότι ένιωσες σωστά ό,τι είδες και δεν ήταν πάλι φαντασίες της αφηρημάδας σου.
- Ορκίζομαι... Να φάω τα κόκαλά μου...
- Η Βλαχοπούλου δε δεχόταν αυτόν τον όρκο. Ούτε κι εγώ, είναι γελοίος.
- Βάζω το χέρι μου στη φωτιά.
- Τίποτα πιο εκλεκτόν;
- Εεεε, κόβω το κεφάλι μου!
- Μπφ... Όλα αυτά γίνονται στο μιλητό. Δε θα ακρωτηριαστείς κι όλας...
- Ε, τότε σου το προσυπογράφω με πόδια και με χέρια! Να μην μπορώ να βγαίνω απ' το σπίτι αν είναι αλλιώς από τις ντοματιές που θα με περιμένουνε!
- Τώρα μάλιστα!... Άιντε πάμε να της πούμε το χαμπέρι, να δούμε τι θα βγει. Για να δέρνεσαι έτσι, κάτι ξέρεις εσύ...
- Δόξα σοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας. Σε αντίθεση με τη λέξη "μαλάκας" πού'χει χάσει εντελώς το νεύρο της, ο "σώλος" έχει και τη δεικτική και την ειρωνική διάθεση που λείπει από τον "μαλάκα", αλλά εκφέρεται και τυπικά ως προσφώνηση όπως ο μαλάκας. Από το "ψώλος" (το αρσενικό της ψωλής) και αποτελεί σλανγκιά αντροπαρέας, με δόσεις αυτολογοκρισίας. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, αυτή η λέξη για να μη θεωρηθεί προσβόλα προσφωνείται μόνο μεταξύ ατόμων που με τον καιρό έχουν αποκτήσει μεγάλη οικειότητα, είναι ομάδα και έχει αποκτηθεί το δικαίωμα ο ένας να σατιρίζει τα χούγια, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του καθενός γιατί μόνον έτσι αυτό δε δηλώνει κακία.


1. - Να' ρε, εκεί είναι σου λένε!
- Καλά ρε, είσαι σώλος τελείως; Πού ήθελες να το δω από κει πέρα και μου μανίζεις με το δαχτύλι σου... Άθρωπος δεν το βλέπει α δε ντο ξέρει πως είναι 'κιε! Σώλε, ε σώλε!
2. - Για που τραβάς, ρε σώλε; Τί ντύθηκες έτσι;
- Στα "Μαύρα Μεσάνυχτα" τραγουδεί απόψε μια ντανταλοβύζω...άλλο πράμα! Θαν' έρθεις;
-Άλλη δουλειά δεν έχω... Να πάνε θέλει κι οι άλλοι σώλοι, γη;
- Δε γ-κατέω... Μόνος προς στιγμής, γι' αυτό σου λέω...
- Κάτσε παέ στη φωθιά κι ανακέρωσέ τηνε μια ολιά να πάω...Ντριιιιιν! Α, ο Μαθιός είναι:" Έλα ρε σώλε, να φανείτε θέλει, γη μετανιώσατε;""Όι, ερχόμαστενε. Σε 20' είμαστε σπίτι σου".
- Ο σώλος ο κουμαριτζής ήτονε; Να μας αρχίνίξει στο χαρτί και να μας τ' αρπάξει... Όι δεν έχω χρόνο για τέθοια... Πάω στα μπουζούκια καλιά.
- Ξια σου. Εσύ, σώλε, θα χάσεις!
- Σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω χάσει το μυαλό μου με δύο διαφορετικούς τρόπους.

μού'χει στρίψει

Έχω τρελαθεί με την κακή έννοια. Τελώ υπό καθεστώς μανίας, καταστροφικού θυμού, ερεβώδους κακίας και βρίσκομαι ένα βήμα πριν την πύρινη λαίλαπα της σχιζοφρένειας, άμα αυτό συμβαίνει πολύ τακτικά. Σε ένα τυχαίο βίαιο υπέρ το δέον ξέσπασμα, αυτή η άτις μπορεί να προκαλέσει μιαν ύβρι που το κάρμα θα την επιστρέψει. Ο δράστης έχει το ακαταλόγιστο γιατί το πνεύμα του έχει διαβληθεί από σκοτεινές δυνάμεις. Η βίδα όταν έχει στρίψει παραπάνω απ'όσο πρέπει στο μηχανισμό που βρίσκεται, τον πιέζει παραπάνω με αποτέλεσμα να ασφυκτιά από την ακαμψία και την έλλειψη μπόσικων με κίνδυνο αν χτυπηθεί ή δεχτεί ποικίλες εξωτερικές δυνάμεις να σπάσει - τον καθιστά το υπερβολικό στρίψιμο εκ των προτέρων εύθραυστο. Έτσι και ο άνθρωπος καταρρέει από το συναισθηματικό βάρος και τρελαίνεται όταν δεν έχει την ανοχή που χρειάζεται για να αντέξει κάποια πίεση και κατόπιν εκρήγνυται καταστροφικά σαν ηφαίστειο που ξυπνά με απρόβλεπτες συνέπειες.


- Θα πάω να τόνε σφάξω τον πούστη! Τον αρχιψεύταρο! Δύο χρόνια τώρα με δουλεύει! Κάτσε και θα τον τακτοποιήσω εγώ...
- Πού πας θεοπάλαβη με το μαχαίρι; Σού'στριψε τελείως;
- ΑΕΡΑ! ΦΕΥΓΩ! Ξεφτιλισμένε άντρα, ήρθε η ώρα σου!!!

μού'χει λασκάρει η βίδα

Έχω χαζέψει. Εδώ η έκφραση απαντά συνηθέστερα πλήρης σε αντίθεση με την παραπάνω που η βίδα εννοείται. Όπως το ασφυκτικό της σφίξιμο σε ένα μηχανισμό τον θέτει σε κίνδυνο έτσι και το υπερβολικό λασκάρισμα αφήνει χαλαρά τα συναρθρωθέντα μέρη, θέτοντας τα σε κίνδυνο διάλυσης. Έτσι η βίδα που συγκρατεί τα πράγματα στη θέση τους, όταν είναι στον εγκέφαλο και λασκάρει, κακά τα μαντάτα γιατί χάνει στροφές. Προμηνύεται ουφοποίηση, μαλάκυνση ίσως και ατσχάι. Συνήθως ένας με λασκαρισμένη βίδα είναι ευχάριστος για παρέα, όταν δε βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου και κάπως γίνεται κάποια ψευδοσυνεννόηση που δεν είναι να την πάρεις στα σοβαρά γιατί καταλήγει χαλασμένο τηλέφωνο και μόνο για το χάι και για να σπάσεις πλάκα την επιδιώκεις.


- Καλά, χάζεψες; Τόση ώρα που σε χαιρετάω, δε με πήρες χαμπάρι;
- Όχι. Να εδώ καθόμουν και χαλάρωνα και δεν πρόσεχα...
- Άμα λέω γω ότι σού'χει λασκάρει...Να, μια βίδα! Από σένα έπεσε!
- Όχι ρε, απ'το πολυκατσάβιδο. Το'χα πριν στο χέρι μου και έπεσε. Να, είναι μαγνητικό. Τσουπ! Το' πιασε.
- Τί θα σε κάνω πού'σαι εκτός θέματος και αλλού ντ'αλλού; Έλα, πάμε και μας περιμένουν τα παιδιά...
- Είχαμε δώσει ραντεβού;
- Όχι. Γιατί σε χαλάει;
- ...
- Ε, τότε τί το κουβεντιάζουμε; Πάμε να τους βρούμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που ειρωνεύεται τους ανίδεους μιας κατάστασης που όμως έχουν και το θράσος να εκφέρουν άποψη και ελαφρά τηι καρδία/ι. Έτσι μπορούν να νομίζουν ο τι θέλουν μέχρι να μπλέξουν κι αυτοί και να δουν εκ των έσω τί ισχύει και τί όχι και τί τελικά μπορεί να γίνει. Και επειδή η φαιδρά πορτοκαλέα κάνει τους δράττοντες τους καρπούς της να νομίζουν πώς μπορούν νά'χουν και σωστή άποψη (από + όψη) για κάτι κυριολεκτικά ή μεταφορικά που δεν έχουν καν δει από κοντά, ο εκάστοτε επηρμένος τα βρίσκει σκούρα όταν πραγματικά μπει στα πράγματα και ο υψηλός εγωισμός ταπεινωθεί και τον αναγκάσει να αναθεωρήσει. Διότι μέσα στο χορό φαίνονται τα στραβοπατήματα και αν πράγματι μπορούσε να κάνει ο ίδιος καλύτερα τα πράγματα.

- Γιατί ο μαλακισμένος δεν της το λέει ότι θα παντρευτούνε τότε, παρά την έχει φλομώσει στο "σε λίγο" και στο "σύντομα". Παρά τους δύσκολους καιρούς μας, αυτός δόξα τω Θεώ, δεν έχει κώλυμα από πουθενά...
- Απ'έξω απ'το χορό πολλά τραγούδια ξέρετε να λέτε κι οι δυο σας... Και που ξέρεις τί ακριβώς τρέχει και δεν το έχει πει;
- Θα με τρελάνεις κι εσύ τελείως; Το δικηγόρο του διαβόλου παριστάνεις;
- Όχι. Απλώς λέω ότι μπορεί να υπάρχει και κάτι άλλο που το καθυστερεί απ'το να γίνουν συντομότερα τα πράγματα. Δικό του. Μην τρελαίνεστε και χαλάτε τη ζαχαρένια σας. Ποιος ο λόγος κι εσύ μωρέ Ξανθίππη, που τό'χεις πάρει τόσο πατριωτικά; Αφού δεν πρόκειται για σένα...
- Μην ξεχνάς Ρουλάκι, πως είναι ξαδέρφη μου. Και τί ξαδέρφη μου... Αδερφή μου, αφού το'φερε η μοίρα να μεγαλώσουμε μαζί. Πολλά τραγούδια ξέρω γιατί νοιάζομαι για το μέλλον της και φοβάμαι μην αποδειχτεί γκασμάς ο μέλλοντας γαμπρός κι η σκασίλα της αναμονής γίνεται για το τίποτα εξαιτίας του...
- Να δεις που δεν τρέχει τίποτα και στο τέλος θα σου πέσει η μύτη μ'αυτά που λες τώρα...
- Αυτό λέω κι εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified