πολυδοντιά (η)

Στα Χιώτικα σημαίνει την (αναλογικά) μεγάλη παρουσία ατόμων με συνέπεια την μεγαλύτερη ή/και ταχύτερη κατανάλωση τροφίμων.

Η ετυμολογία προφανής.

- Καλά, ψουνίζεις ξυλάγγουρα; Τι εγίναν(ε) τα δικά σου; Οι ποντικοί στα φάανε;
- Ήπεσε πολυδοντιά. Ήρτενε η κόρη με το γαμπρο και τα εγγόνια...
- Καλως τα δέχτηκες κι έ (μ)πειράζει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
donmhtsos

Πολύ ωραίο!

Τελικά, η λαϊκή γλώσσα έχει τον τρόπο να εκφράζεται με εξαιρετική σαφήνεια και οικονομία.

#2
σφυρίζων

Κύδος!

#3
dryhammer

λεζάντα εικόνας

#4
σφυρίζων

Mersea, όπως λέμε mercy?

#5
dryhammer

λεζάντα εικόναςλεζάντα εικόνας