Επίθημα / σλανγκοκατάληξη (στην γαμοσλανγκοτέτοια γραμματική κατατάσσεται ως Β΄ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟ). Σχηματίζει ουσιαστικά ουδέτερου γένους και με πολύ λίγες εξαιρέσεις (κουμπαριό, καμπαναριό, πλυσταριό, καρβουναριό, αντε και ξαπλωταριό), σχηματίζει λέξεις που έχουν περισσότερο ή λιγότερο μειωτικό έως και υβριστικό νόημα.
Μ' αυτή τη φόρτιση έχει δώσει ήδη σπουδαία λήμματα στο σλανγκρ: Αρχιδαριό, ελληναριό, καμπαναριό, καπηδαριό, κεραμιδαριό, καρακιτσαριό, καραμπιτσαριό, καραπουταναριό, καραπουτσαριό, λουμπεναριό, μαλακαριό, παπαδαριό, πουταναριό,πουσταριό, φακλαναριό, φασισταριό, χαλικουταριό.
εδώ
Όπως σωστά γράφει ο βικαρ στην -ίλα, "[...] συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής":

  1. εγινε και η Υβοννη Μπσνιακ celebrit-αριό... ε ρε γλεντιαα #ekdromi (εδώ)
  2. Μιλάμε για θεικό μωρό. Τα κάνει όλα πουτ@#$%αριό χαχαχα http://fb.me/7dOL22WmH (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
soulto

Ξέχασα το πουταναριό

#2
jesus

επειδή ο ορισμός δεν αναφέρει τι σημαίνει η κατάληξη, σημαίνει:

  • είτε μεγάλο αριθμό από τα αντικείμενα που περιγράφει η ρίζα. πχ έρχεται κοπάδην μια παρέα γυναικών που ο ομιλητής θεωρεί τσουλιά, "πλάκωσε το πουταναριό"
  • είτε (συνεκδοχικά) ένα άτομο που κατέχει την ιδιότητα που αποδίδει η ρίζα σε μεγάλο βαθμό, βλ. το αγαπημένο μου "η βάλερυ απ' το μπέβερλυ χιλς ήταν καραπουταναριό".
  • είτε κατάσταση που προσιδιάζει σ' αυτό που σημαίνει η ρίζα, πχ το κιτσαριό του καρτιέ λατέν με τα δήθεν ελληνικά εστιατόρια με καρυάτιδες και σπάσιμο πιάτων.