1. Εξαπάτηση, δολιοφθορά σε βάρος τρίτου. Συν. ~πουστιά (χρησιμοποιείται και ως ρήμα λεζάρω).

  2. Δύσκολη κατάσταση. Συν. ~ζόρι.

  1. Ο δικός σου πήγε εκεί για να πάρει πιο φτηνά το αμάξι, αλλά του πέξανε χοντρή λέζα και του δώσανε ένα χιλιοτρακαρισμένο.

  2. Άσε, είναι άρρωστη η μάνα του και τραβάει μεγάλη λέζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Ο ΑΛΛΟΣ

Αρβανίτικη λέξη;

#2
donmhtsos

Την λέξη την άκουγα παλιότερα (δεκαετίες '60 και '70) στην έκφραση "πληρώνω τη λέζα" που σημαίνει: πληρώνω το μάρμαρο (τη ζημιά). Επίσης υπάρχει και ως χαρτοπαικτικός όρος στο πικέτο. Από μια γρήγορη ματιά στο γούγλη βρηκα :

Λέζα

λέζα η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ιταλ. λ. lesa, θηλ. του επίθετο leso =- ο ζημιωμένος]

όρος στη χαρτοπαιξία και συγκεκριμένα στο παιχνίδι "πικέτο", που δηλώνει ότι ο αντίπαλος έχει κάνει περισσότερες από έξι χαρτωσιές

(μτφ.) η ζημιά.

Από εδώ

#3
patsis

Αντιγράφω από αναφορά επισκέπτη:

Είναι μετοχή του ΛΑΤΙΝΙΚΟΥ ledere ΒΛΑΠΤΩ σήμαινε αυτός που εβλἀβη, ο ζημιωμένος αλλά κυρίως ηθικά.

Ευχαριστούμε για τη συνεισφορά, εδώ μπορείς πολύ εύκολα να γραφτείς και να σχολιάσεις ή να ανεβάσεις ορισμό!

Πολύ ενδιαφέρουσα η ετυμολογία - πιθανότατα βέβαια μέσω κάποιας ενδιάμεσης λατινογενούς γλώσσας, όπως λέει και παραπάνω ο donmhtsos. Από τα λατινικά δεν ξέρω πολλά. Μάλλον εννοείς το ρήμα laedere (=χτυπώ, προσβάλλω), για το οποίο ένας εύχρηστος πίνακας εδώ.

#4
vikar

Όπα ο Δόν!... Ωραίος. Δέν την ξέρω εγώ τη λέξη.