Εξαπάτηση, δολιοφθορά σε βάρος τρίτου. Συν. ~πουστιά (χρησιμοποιείται και ως ρήμα λεζάρω).
Δύσκολη κατάσταση. Συν. ~ζόρι.
Ο δικός σου πήγε εκεί για να πάρει πιο φτηνά το αμάξι, αλλά του πέξανε χοντρή λέζα και του δώσανε ένα χιλιοτρακαρισμένο.
Άσε, είναι άρρωστη η μάνα του και τραβάει μεγάλη λέζα.
4 comments
Ο ΑΛΛΟΣ
Αρβανίτικη λέξη;
donmhtsos
Την λέξη την άκουγα παλιότερα (δεκαετίες '60 και '70) στην έκφραση "πληρώνω τη λέζα" που σημαίνει: πληρώνω το μάρμαρο (τη ζημιά). Επίσης υπάρχει και ως χαρτοπαικτικός όρος στο πικέτο. Από μια γρήγορη ματιά στο γούγλη βρηκα :
Λέζα
λέζα η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ιταλ. λ. lesa, θηλ. του επίθετο leso =- ο ζημιωμένος]
όρος στη χαρτοπαιξία και συγκεκριμένα στο παιχνίδι "πικέτο", που δηλώνει ότι ο αντίπαλος έχει κάνει περισσότερες από έξι χαρτωσιές
(μτφ.) η ζημιά.
Από εδώ
patsis
Αντιγράφω από αναφορά επισκέπτη:
Ευχαριστούμε για τη συνεισφορά, εδώ μπορείς πολύ εύκολα να γραφτείς και να σχολιάσεις ή να ανεβάσεις ορισμό!
Πολύ ενδιαφέρουσα η ετυμολογία - πιθανότατα βέβαια μέσω κάποιας ενδιάμεσης λατινογενούς γλώσσας, όπως λέει και παραπάνω ο donmhtsos. Από τα λατινικά δεν ξέρω πολλά. Μάλλον εννοείς το ρήμα laedere (=χτυπώ, προσβάλλω), για το οποίο ένας εύχρηστος πίνακας εδώ.
vikar
Όπα ο Δόν!... Ωραίος. Δέν την ξέρω εγώ τη λέξη.