Η προτροπή και η προσπάθεια ενός άντρα να πείσει μια γυναίκα να επιδοθούν σε πρωκτικό έρωτα.

-Σου έδωσε κώλο το Μαράκι ρε;
-Όχι ακόμα, τόσο καιρό την πρωκτρέπω όμως, πού θα πάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εξαπάτηση, δολιοφθορά σε βάρος τρίτου. Συν. ~πουστιά (χρησιμοποιείται και ως ρήμα λεζάρω).

  2. Δύσκολη κατάσταση. Συν. ~ζόρι.

  1. Ο δικός σου πήγε εκεί για να πάρει πιο φτηνά το αμάξι, αλλά του πέξανε χοντρή λέζα και του δώσανε ένα χιλιοτρακαρισμένο.

  2. Άσε, είναι άρρωστη η μάνα του και τραβάει μεγάλη λέζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified