μέκι (το)
Το μερτικό, το μερίδιο, το αναλογούν ποσοστό (σε οτιδήποτε). Συντάσσεται συνήθως με αιτιατική προσ. αντωνυμίας.
Λέξη σε χρήση (στη Χίο αλλά και από πρόσφυγες) παλιότερα μέχρι και τα '80ς, της οποίας αγνοώ την ετυμολογία.
Είχε στο μέκι του το χωραφάκι με το αποθηκάκι του (κληρονομιά).
Μπήκε στην κουζίνα, άρπαξε ένα κομμάτι πίτα λέγοντας "το μέκι μου" κι έφυγε...
Πήραν τα κλεψιμέικα και πήγαν να τα κόψουν μέκια (να τα μοιράσουν σε μέρη ανάλογα)
4 comments
soulto
+5
dryhammer
υπαρχει κι αυτό
donmhtsos
Πολύ ωραίο το λήμμα και το μουσικό σχόλιο (τραγουδάρα!) από τη σούλτω. Όσο για την ετυμολογία, από μια μικρή έρευνα στο τουρκικό λεξικό seslisozluk.net, δεν βρήκα κάτι σχετικό.
dryhammer
μα κι εγώ έψαξα (και στα Αλβανικά και στα Βουλγάρικα πέρα απο τα προφανη Τούρκικα) αλλά τζίφος...
"το μέκι μου απ τη χαρά, τό χουνε κόψει άλλοι"