μέκι (το)
Το μερτικό, το μερίδιο, το αναλογούν ποσοστό (σε οτιδήποτε). Συντάσσεται συνήθως με αιτιατική προσ. αντωνυμίας.
Λέξη σε χρήση (στη Χίο αλλά και από πρόσφυγες) παλιότερα μέχρι και τα '80ς, της οποίας αγνοώ την ετυμολογία.
Είχε στο μέκι του το χωραφάκι με το αποθηκάκι του (κληρονομιά).
Μπήκε στην κουζίνα, άρπαξε ένα κομμάτι πίτα λέγοντας "το μέκι μου" κι έφυγε...
Πήραν τα κλεψιμέικα και πήγαν να τα κόψουν μέκια (να τα μοιράσουν σε μέρη ανάλογα)