μπεγεντώ, μπεγεντίζω

Μου αρέσει, γουστάρω, συμπαθώ στη ντοπιολαλιά της Κύθνου αλλά και άλλων περιοχών, όπως η Κρήτη (εδώ).

Ετυμολογία απο το τουρκικό beğenmek, με την ίδια έννοια (εδώ). Από την ίδια λέξη προέρχεται και το γευστικότατο χιουνκιάρ μπεγεντί (hünkâr beğendi). Για την ιστορία και τη συνταγή του δείτε εδώ.

Γιατί 'σουνα λεβέντισα, για δαύτο σε μπεγέντισα.

Τσάκισμα (ρεφραίν) από το "Χειμαριώτικο" σκοπό που τραγουδιέται και χορεύεται (όπως κι άλλοι στεριανοί σκοποί) ακόμα στην Κύθνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
dryhammer

Όμοια και στη Χίο (νομίζω όμως οτι η χρήση του είναι περισσότερο αντί του επιδοκιμάζω κάποιον, του αποδίδω τα εύσημα)

#2
σφυρίζων

Μπεγεντώ χιουνκιάρ μπεγεντί!

#3
dryhammer

hünkâr beğendi = Sultan's choice