Πετάω χαρταετό = σφυρίζω αδιάφορα = δεν βλέπω ή κάνω πως δεν βλέπω τι συμβαίνει γύρω μου.

Ο πατέρας του τού 'λεγε, τού 'λεγε μπας και μπει καμιά στάλα μυαλό στο κεφάλι του, αλλά αυτός ... όλο και ψηλότερα τον χαρταετό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified