Για άτομα που τα έχει φάει η μαλακία και ακόμα και όταν πάει να παιχτεί φάση με γκόμενα, τη στέλνουν.

- Ρε μαλάκα το γκομενάκι ψήνεται και εσύ κάθεσαι και πετάς χαρταετό. Χώσου ρε!

- Πού θα πάει αυτή η δουλειά ρε Νιόνιο, ένα χρόνο τώρα πετάμε χαρταετό. Πρέπει να βρούμε καμιά φωλιά να χωθούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετάω χαρταετό = σφυρίζω αδιάφορα = δεν βλέπω ή κάνω πως δεν βλέπω τι συμβαίνει γύρω μου.

Ο πατέρας του τού 'λεγε, τού 'λεγε μπας και μπει καμιά στάλα μυαλό στο κεφάλι του, αλλά αυτός ... όλο και ψηλότερα τον χαρταετό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για αυτούς που τον πουτσοπαίζουν, γενικά που είναι πέρα βρέχει και στον κόσμο τους.

Υ.Γ. Γιορτάζουν την Καθαρά Δευτέρα.

- Άντε καλή Σαρακοστή ρε Λία και χρόνια σου πολλά, μην ξεχάσω...
- Ευχαριστώ, αλλά γιατί;
- Ε βρε αδερφάκι μου, όλον τον χρόνο πετάς τον αετό. Αμόλα καλούμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται (εκδικητικά) για κάποιον που δεν προσέχει / δεν δίνει σημασία στα λεγόμενα και τις συμβουλές μας.

- Εγώ στα έλεγα, αλλά εσύ πετούσες χαρταετό. Φάτα τώρα στη μάπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified