Καθόλου. Λέξη τουρκικής προελέυσεως (Hic). Χρησιμοποιείται ευρέως από υπερήλικες βορειολλαδίτες προσφυγικής καταγωγής και όχι μόνο.

  1. - Ax Νίτσαμ... Κείνος ο γιος μου, ντιπ χαϊβάν'... 30 χρονών έγινε και χιτς μυαλό δεν έβαλε... - ΜΜ Κορτέσαμ'... τι να σε πω... Ο δικός μου 'κόμα καλύτερος... Τον έστειλα και στα ξένα να σπουδασ'... Βόδι πήγε, μοσχάρι γύρισε.

  2. -Σουλτάνααααα... Χάλια τα γιουβαρλάκια... Χιτς αλάτι δεν έβαλες;
    - Χιτς... Αφού έχεις πίεση για...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
athlioerpeto

καρακαλόοοο... το λέμε και ιτς, όπως η Ζουμπουλία στο «Παρά Πέντε».

#2
Bender_

Και εγώ το έχω ακούσει και ως χιτς και ως ιτς. Από Σέρρας μέχρι Γκατζολία σίγουρα, ίσως και στην υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα.