Είδος στοματικού sex όπου η γυναίκα περιποιείται τον σύντροφό της, όχι απλώς γλείφοντας μέσα-έξω, αλλά στριφογυρίζοντας ταυτοχρόνως το ανδρικό μόριο.

— Τι έγινε ρε μαν με το γκομενάκι χθες;
Άσε φίλε... μου έκανε ένα στριφολαρυγγάτο η κοπελιά... ξηγήθηκε μόρτικα η τύπισσα.

έλα στον παππού να μάθεις... (από BuBis, 30/09/09)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

Είναι δυνατόν αυτό τώρα; Τί θα πει στριφογυρίζοντας;

#2
Επισκέπτης

..μάλλον εννοει την διαδρομή ουρανίσκος, μάγουλο, κάτω γνάθος, απέναντι μάγουλο και άντε πάλι... ή πάλι μπορεί να εννοεί στριφογύρισμα πάνω στα χείλια ή και στο πρόσωπο

#3
Galadriel

Μου το εξήγησαν και θα πει «στριφογυρίζοντας το ΧΕΡΙ πάνω στο ανδρικό μόριο». Έτσι μάλιστα. Το κατάλαβα.

#4
Επισκέπτης

..αυτό δεν είναι χέρι, είναι ρομποτικός μηχανισμός..να κάνει ταυτόχρονα το μέσα έξω και να το στριφογυρίζει κιόλας...

#5
beth

μπορει να στριφογυριζει και το κεφαλι της με αξονα το ανδρικο μοριο.κριμα που εχει ψιλοεγκαταλιψει ο King_Alobar24 να μας ελεγε και μας

#6
vikar

Εγώ πάντως καταλαβαίνω απλά να το στριφογυρίζει με τη γλώσσα.

Γιατι το να το κάνει με το χέρι δέν είναι ακριβώς αυτονόητο. Πέρα 'πο κάποιες προδιαγραφές μήκους, θέλει εκεί αρκετή λίπανση πρώτα (ιδρώτα, σάλιο, κολπικά υγρά, κάτι), αλλιώς μπορεί ο άλλος να πάθει καμιά ζημιά αλα «τσούχτρα» --το οποίο δέν τό 'χουμε: το παιδικό εκείνο καψόνι του να πιάνεις το μπράτσο του άλλου σφιχτά με τα δυό χέρια και κατόπιν να τα γυρνάς αντίστροφα μεταξύ τους· τσούζει μά το θεό...

#7
deinosavros

Είναι το λεγόμενο τιρμπουσονάτο (κάι -κάι -κάι).