Προστακτική β' ενικού του ρήματος τρελαίνομαι. Έχει κυρίως χαρακτήρα παρότρυνσης.

Το Σάββατο έχει πάρτυ το Μαράκι. Θα γίνει χαμός! Τρελάσου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified