Λέξη σύνθετη από το καυλέας+λέοντας. Φιλοφρόνηση που σκοπό έχει να αναδείξει την ρώμη, το πόσο γαμάτος και γενικά την εκτίμηση στο πρόσωπο αυτού που απευθύνεται. Ανώτερο του καυλέα/καβλέα. Βλέπε και καυλέας, καβλέας.

-Τι κάνει ρε συ ο φίλος σου ο Σάκης; -Ο Σάκης; Μεγάλος καυλέοντας! Κάθε βράδυ κι άλλο μουνί φορτώνει!

Got a better definition? Add it!

Published

Προστακτική β' ενικού του ρήματος τρελαίνομαι. Έχει κυρίως χαρακτήρα παρότρυνσης.

Το Σάββατο έχει πάρτυ το Μαράκι. Θα γίνει χαμός! Τρελάσου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μούσκεμα εις την σουρδική διάλεκτο (Κοζανίτικα).

-Πού πάμε με τέτοια βροχή; Μπλιόμα θα γίνουμε!

Got a better definition? Add it!

Published