Το ανδρικόν όργανον. Όχι τόσο χυδαίο όσο το «πούτσος», και έχει μια περιπαικτική διάθεση.

Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό, πιθανότατα συμπεριλαμβανομένων και των άλλων 2.

Βάλε ρε κάνα βρακί που τριγυρνάς με τα λιλιά όξω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Βλέπε και τσουτσούνι.

#2
poniroskylo

Ποντιακό. Το λιλίν.

#3
GATZMAN

Απο δω το φέραμε(λιλί),απο κεί το πήγαμε(λιλίν) κάποια στιγμή θα το κεντράρουμε στη Λίλιαν.Και εισδύοντας το λιλί, θα δυεισδύσει κι ό τόνος από τη λήγουσα στην παραλήγουσα που απο αυτή τη λεκτική συνουσία έχει καταντήσει παπαραλήγουσα και το λιλίν θα γίνει λίλιν. Οπότε μένει να εξηγηθεί το Α.Μήπως το επιφώνημα της Λίλιαν;

#4
AN21

-Μαμά μαμά! Το λιλί του Γιωργάκη είναι σαν γαριδάκι!
-Τι; Τόσο μικρό;
-Όοοχι! Τόσο αλμυρό!!

Ω ρε, που πάαααααμε...

#5
Khan

#6
ΠΡΩΤΕΥΣ

Βλέπε και κουκούνι

#7
Επισκέπτης

Ας μην ξεχνάμε και την Καναδή ηθοποιό Εβανζελίν Λιλί

#8
electron

δεν τη ξέρω την κυρία...

#9
Galadriel

Μήδι 1 ελέκτρε.

#11
iron

αγγλιστί, willy.

#12
GATZMAN

@vrasta
Οπότε στη Γαλλική Λίλλη... γίνεται του καραξεσκίσματος

#13
Galadriel

Ε, μα, από δω λοιπόν και τα λιλιά... πέστο ντε!

#14
Vrastaman

Στην δε Γαλλική Νίκαια έχει Nice érections

#15
GATZMAN

!!!
Είπε το Λίλιαν

#16
knasos

Επίσης και το άσμα στο 2ο μύδι. Ποιος θα κάνει τον καουμπόυ και τον Φρόυντ ταυτόχρονα για να μας πει τις κρυφές συνδέσεις των δύο ονομάτων;

#17
Khan