Το δέρμα που περιβάλλει το πέος και συνεκδοχικά το πέος, ιδίως κατά τον αυνανισμό. Βαράω πετσί σημαίνει αυνανίζομαι.

Το έχει κάνει το πετσί του σφεντόνα ο Χαράλαμπος.

Got a better definition? Add it!

Published