Αντίδραση σε κάτι που είναι creepy, δηλαδή ύπουλα αηδιαστικό και σιχαμερό.

Έχει κρηπουλιάσει τελείως με το επιθετικό φλερτ του εργοδότη της.

Got a better definition? Add it!

Published