Αντίδραση σε κάτι που είναι creepy, δηλαδή ύπουλα αηδιαστικό και σιχαμερό.
Έχει κρηπουλιάσει τελείως με το επιθετικό φλερτ του εργοδότη της.
Got a better definition? Add it!
Published 2025-03-19 12:56:03+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments