Αρχαιόκαυλη λέξη για το πέος, ετυμολογείται από το ρήμα σαίνω που χρησιμοποιείται και για το κούνημα της ουράς των ζώων, οπότε μεταφορικώς το πέος παρουσιάζεται σαν ουρά. (Δες).

Κουνούσε τη σάθη του από τη χαρά του μόλις την είδε.

Got a better definition? Add it!

Published