Η κοινωνική κριτική. Ο όρος προέρχεται από τα κουτσόμπολα, που είναι τα μπαλκόνια στα στενά σοκάκια της Κέρκυρας. Οι κυράδες βγαίνανε σ'αυτά και κουβεντιάζανε.
- Εμπάτε μέσα να μαγειρέψετε κι αφήστε το κουτσομπολιό!
Η κοινωνική κριτική. Ο όρος προέρχεται από τα κουτσόμπολα, που είναι τα μπαλκόνια στα στενά σοκάκια της Κέρκυρας. Οι κυράδες βγαίνανε σ'αυτά και κουβεντιάζανε.
- Εμπάτε μέσα να μαγειρέψετε κι αφήστε το κουτσομπολιό!
βλ. και αυτί της γής, το, γλωσσοκοπάνα, ελεύθερη ραδιοφωνία, κουτσομπολόι, κατίνα, η, κατινάζ, το, κυρα-περμαθούλα, η, Ρόιτερ, το, θάβω, θάψιμο
Got a better definition? Add it!
1 comment
poniroskylo
Έχω δει και μια άλλη ετυμολογία < κουτσο + πολεύω, όπου πολεύω=τριγυρίζω, περιπλανώμαι, πάω από πόλη σε πόλη. Ξέρει κανείς τίποτε παραπάνω;
Πάντως, γιατί το λήμμα αυτό είναι στο slang.gr μου διαφεύγει.