Ο πρωκτός υποτιμητικά, ιδίως επί πρωκτικής συνουσίας.

Συνώνυμο: σκατοσακούλα.

-Θέλω να κάνω οθωμανικό με τη γκόμενά μου αλλά δεν δέχεται.
-Έλα μωρέ, από τη σκατοθήκη; Καλά κάνει και δεν θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

Όταν ψωλιάζω κάποιον με το 996GT3076 του πετάω σκατοσακούλα .
Όταν ο Σάλιας σε πιάσει στο στόμα του από αυτά που θα σου πει είναι σαν να σου πετάει σκατοσακούλα .
Δηλαδή η σκατοσακούλα είναι η θήκη στην οποίαν αποθηκεύομεν σκατά προκειμένου να τα πετάξουμε όλα μαζί στα μούτρα κάποιου σε στιγμές έντασης