1. Ενεργητικής φωνής με ενεργητική διάθεση μεταβατικό: σημαίνει κυριολεκτικά μαλακίζω (δεν χρησιμοποιείται συνήθως κατά κυριολεξία) και μεταφορικά τεμπελιάζω
  2. Ενεργητικής φωνής με μέση διάθεση: σημαίνει κυριολεκτικά μαλακίζομαι (δεν χρησιμοποιείται συνήθως κατά κυριολεξία) και μεταφορικά τεμπελιάζω και πράττω ανόητα
  1. «μινάρω τους κουλούς»=δεν κάνω τίποτα, κάθομαι άπραγος
  2. «δεν θα τους πληρώνω τζάμπα για να μινάρουν όλη μέρα», (επί ατζαμή οδηγού, συνοδευόμενη με χειρονομία χούφτας σε γροθιά που πάλεται πάνω κάτω): «ρε φίλε μινάρεις;»

Got a better definition? Add it!

Published

Ο από πολλών ετών φανατικός και αποκλειστικός καταναλωτής μπύρας, ο οποίος φέρει με υπερηφάνεια το μπυροκοίλι του.

Ο Μήτσος και ο Γιώργος, μεγάλοι μπυροπατέρες! Ένα καφάσι μπύρες ο καθένας για το καλημέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικό χαρτί με υπογραφές ή μία υπογραφή προκειμένου ο φαντάρος να βγει από την πύλη και να κυκλοφορεί νόμιμα εκτός στρατοπέδου ως αδειούχος.

Ο μονιμάς δεν δίνει ακόμα τα αδειόχαρτα μέχρι να κάνουμε γόπινγκ σε όλο το στρατόπεδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία που ομολογεί μια κοινή φαντασίωση ότι με τις στενές συγγενείς θηλυκού γένους είναι σύνηθες και κανονικό να αναπτύσσονται σεξουαλικές σχέσεις.

- Μα τώρα την ξαδέρφη σου λιμπίστηκες, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα!
- Τι λες; Με την ξαδέρφη και τη θεία το γαμήσι πάει ευθεία!

(από jesus, 26/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βλεννόρροια (αφροδίσιο νόσημα).

Παίρνε τις προφυλάξεις σου μην πάθεις κανένα σκουλαμέντο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις των ζώων αλλά και των ανθρώπων, στην κρητική ιδιόλεκτο.
Αλλιώς και: ασβάχια.

Εντάξει φίλε αυτά τα γράφουμε στα ζουβάχια μας!

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο προπετής, αυτός που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν και μιλάει άκαιρα διακόπτοντας το συνομιλητή. Τα τηλεοπτικά πάνελ βρίθουν τέτοιων.

Καλά, γιατί πετάγεσαι συνέχεια σαν το πορδοβούλωμα;

Βλ. και σφηνόπουτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει συνευρεθεί με γαϊδούρι (κυρίως θηλυκό) ή που κατά συνήθεια το πράττει. Εκφράζει απαξία.

Ο Μήτσος είναι στάνταρ γαϊδουρογάμης, κοιτάει τη γαϊδούρα του μες στα μάτια και λιώνει!

Βλ. και γιδογάμης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντάρος που μπαίνει τρεις ΕΣΣΟ μετά τον φαντάρο, για τον οποίο είναι γιόκας, π.χ. αν ο ένας μπει με τη Γ' ΕΣΣΟ ο γιόκας είναι αυτός που θα μπει με την ΣΤ' ΕΣΣΟ.

Ήρθε ο γιόκας! Τώρα θα έχω ευθύνες, πρέπει να αγοράσω πάνες και μπιμπερά! Όποιος τον πειράξει θα τον φάω!

ΕΣΣΟ: Εκπαιδευτική Σειρά Στρατευσίμων Οπλιτών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσία.
Ρήμα: φιστικώνω.
Συνώνυμο: Της ξηγήθηκα αλμυρό φιστίκι!

Ωραία κοπέλα αυτή, προβλέπω να πέσει τρελό φιστίκωμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified