Το Λεξικό του Ιδρ. Τριανταφυλλίδη ορίζει το βάρδουλο ως την δερμάτινη λουρίδα γύρω από το πέλμα του υποδήματος, πάνω στην οποία προσαρμόζεται (με ράψιμο ή με κάρφωμα) η σόλα. Αν σκιστεί ή φύγει το βάρδουλο το παπούτσι θέλει τσαγκάρη - ή πέταμα.
Αντιγραφή από το «γαμώ τα βάρδουλα»
Βάρδουλα (η) είναι και η μεγάλη βάνα πχ παροχής νερού από αντλία άλλως και πομώνα. Έχει χέρι τύπου τιμονάκι και για τις πιό μεγάλες χρησιμοποιείται «γαντζόκλειδο» σχήματος F. Από κεί και το «άνοιξαν τα κωλοβάρδουλα» για δικαιολόγηση κωλοφαρδίας
3 comments
poniroskylo
Το Λεξικό του Ιδρ. Τριανταφυλλίδη ορίζει το βάρδουλο ως την δερμάτινη λουρίδα γύρω από το πέλμα του υποδήματος, πάνω στην οποία προσαρμόζεται (με ράψιμο ή με κάρφωμα) η σόλα. Αν σκιστεί ή φύγει το βάρδουλο το παπούτσι θέλει τσαγκάρη - ή πέταμα.
Hank
Μπράβο Πονηρόσκυλο! Μού 'λυσες απορία χρόνων!
dryhammer
Αντιγραφή από το «γαμώ τα βάρδουλα»
Βάρδουλα (η) είναι και η μεγάλη βάνα πχ παροχής νερού από αντλία άλλως και πομώνα. Έχει χέρι τύπου τιμονάκι και για τις πιό μεγάλες χρησιμοποιείται «γαντζόκλειδο» σχήματος F. Από κεί και το «άνοιξαν τα κωλοβάρδουλα» για δικαιολόγηση κωλοφαρδίας