Το ιδιόρρυθμο και αξιοπερίεργο άτομο.
Επί παιδιών: δείχνει τρυφερότητα, κάτι σαν το «τρελούτσικο».

εμφατικό: εργαλειοθήκη.

  1. - Είσαι τελείως εργαλείο; Πας καθόλου καλά;

  2. (απευθυνόμενος στο παιδί του): - Ο γιος μου δεν είναι εργαλείο, είναι εργαλειοθήκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

Εγώ άλλο ήξερα ότι είναι το εργαλείο, αλλά για να το λες...

#2
acg

Εργαλείο (λέω γω τώρα) είναι (α) το καυλί και (β) το ωραίο γκομενάκι. Το ιδιόρρυθμο και αξιοπερίεργο άτομο λέγεται sui generis, ελληνιστί δε "αλλού", το οποίο βλέπω ότι λείπει από το σάιτ και θα το χώσω ευθύς αμέσως. Τώρα πάλι, όπως λέει κι ο ironick, για να το λες, κάτι παραπάνω θα ξέρεις.

#3
poniroskylo

Στα Αγγλικά - και ακριβέστερα στα Αμερικάνικα - εργαλείο (tool) είναι αυτός που δουλεύει 26 ώρες την ημέρα και γουστάρει και ούτε που του περνάει από το μυαλό ότι μπορεί και να τον εκμεταλλεύονται. Ο όρος χρησιμοποείται ειδικότερα - και ευρύτατα - για να χαρακτηρίσει διάφορους κομπιουτεράδες που έχει τρεις μήνες να τους δει ο ήλιος. Η IBM, η Microsoft και το MIT είναι τίγκα από δαύτους. Ασφαλώς και είναι ιδιόρρυθμα και αξιοπερίεργα άτομα και δεν ξέρω αν ο senekas to πάει εκεί. Προσωπικά έχω συναντήσει αυτή τη χρήση στα Ελληνικά από Αμερικανοσπουδαγμένους για να χαρακτηρίσουν π.χ. συμφοιτητές ή συναδέλφους τους. Αλλά, συνήθως λένε 'τουλ' και σπανιότερα 'εργαλείο'. Ως εκ τούτου, δεν ξέρω αν προς το παρόν δικαιολογείται ξεχωριστός ορισμός.

Ο ironick και ο acg ασφαλώς έχουν δίκιο κι αυτοί διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε και το κλασσικό 'έλα στο θείο με το μακρύ το εργαλείο'. Ευχαριστώ.

#4
jesus

@acg: όντως σημαίνει κ αυτά που λες, αλλά χρησιμοποιείται κ σε φράσεις τύπου 'τι κάνει ρε το εργαλείο' με την έννοια του ορισμού.
μην ξεχνάμε βέβαια τον πατρινό υπερύμνο 'το εργαλείο'.