Ο πολύ βρώμικος και ατημέλητος.
- Πολύ μπίχλερμαν ο Χ , δεν κάνει μπάνιο ποτέ!
Ο πολύ βρώμικος και ατημέλητος.
- Πολύ μπίχλερμαν ο Χ , δεν κάνει μπάνιο ποτέ!
Βλ. και: ασβός, βρωμέας, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
1 comment
Επισκέπτης
...και μια και μιλάμε και ξένες γλώσσες, μπιχλέιρο.