Αυτός που ντρέπεται να πει ή να κάνει κάτι.

  1. - Έλα ρε πλάκα θα έχει... Θα δεις!
    - Δεν έρχομαι ρε Νίκο... Φοβάμαι!
    - Άει μωρή κλασομπανιέρα!

  2. - Στείλε τον Κώστα να πάει να της μιλήσει!
    - Ποιον Κώστα ρε... Αυτός είναι κλασομπανιέρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified