Αυτός που ντρέπεται να πει ή να κάνει κάτι.
- Έλα ρε πλάκα θα έχει... Θα δεις!
- Δεν έρχομαι ρε Νίκο... Φοβάμαι!
- Άει μωρή κλασομπανιέρα!- Στείλε τον Κώστα να πάει να της μιλήσει!
- Ποιον Κώστα ρε... Αυτός είναι κλασομπανιέρας!
Αυτός που ντρέπεται να πει ή να κάνει κάτι.
- Έλα ρε πλάκα θα έχει... Θα δεις!
- Δεν έρχομαι ρε Νίκο... Φοβάμαι!
- Άει μωρή κλασομπανιέρα!
- Στείλε τον Κώστα να πάει να της μιλήσει!
- Ποιον Κώστα ρε... Αυτός είναι κλασομπανιέρας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
0 comments