Ας προσθέσω και γω το λιθαράκι μου στην πληθώρα ερμηνειών για την λέξη αυτή.

Κλασομπανιέρα λοιπόν, είναι το πολύ μικρό όχημα ή σκάφος. Τόσο μικρό ώστε θυμίζει λεκανάκι όπου μπανιάρεις τα μωρά.

Βόλτα στο λιμανάκι κάποιου νησιού:
- Δες μωρό μου αυτή τη βαρκούλα τι χαριτωμένη που είναι!
- Ποια ρε Μαρία;
- Αυτήν εκεί, την μικρούλα!
- Αυτό δεν είναι βαρκούλα, αυτό είναι κλασομπανιέρα αγάπη μου...
- Σιγά, έμαθες εσύ στα κότερα και δεν σου κάνουν οι βάρκες...
(και μετά χωρίσανε).

(από ironick, 30/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ντρέπεται να πει ή να κάνει κάτι.

  1. - Έλα ρε πλάκα θα έχει... Θα δεις!
    - Δεν έρχομαι ρε Νίκο... Φοβάμαι!
    - Άει μωρή κλασομπανιέρα!

  2. - Στείλε τον Κώστα να πάει να της μιλήσει!
    - Ποιον Κώστα ρε... Αυτός είναι κλασομπανιέρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O δειλός, αυτός που κλάνει μέντες, κλάνει πόμολα, δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες ... που φοβάται γενικότερα.

Όπως καθόμασταν και βλέπαμε το θρίλερ, του έκλεισα τα φώτα και τότε άρχισε να ουρλιάζει. Σκέτη κλασομπανιέρα ο τύπος!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τζακούζι, δηλαδή η μπανιέρα που παράγει μπουρμπουλήθρες με σκοπό τη χαλάρωση.

- Σόρυ που άργησα ρε φίλε, με πήρε ο ύπνος. Άαααααλλη φάση η κλασομπανιέρα, χαλαρώνεις πλήρως! Καλά που δεν πνίγηκα να λες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κλάνει μέσα στη μπανιέρα. Αν είναι πολύ επιδέξιος, δαγκώνει και τις μπουρμπουλήθρες.

- Μωρό μου, θα κάνουμε απόψε μπανάκι μαζί;
- Να κάνουμε, αλλά μην αρχίσεις να κλάνεις πάλι μωρή κλασομπανιέρα!
- Καλά, θα παίξω με τα παπάκια μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified