στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Κατάσταση υπερβολικής μέθης κατά την οποία η αντίδραση σε οπτικοακουστικά ερεθίσματα είναι ανάλογη αυτής του ξύλινου χερουλιού τσάπας ή γκασμά.

  2. Πολύ και αγριοβάρβαρο ξύλο. Συντάσσεται με το τρώω ή / και ρίχνω.

  1. Άσ' τον ρε, δε βλέπεις ότι το παιδί είναι στειλιάρι;

  2. Και εκεί που κάνω παιχνίδι με τη μικρή, πετάγονται 3 και μου ρίχνουν ένα στειλιάρι... 8 έπεφταν 1 μέτραγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Βλέπε και λιάρδα.

#2
Επισκέπτης

Εμένα πάντως στο χωριό μου το λένε για κάποιον που είναι τελείως βλάκας. Συνώνυμα: Ζώο, Κριάρι, Όρνιο και άλλα εκλεπτυσμένα...

#3
BuBis

ορισμός 2: και τσόπι στην Σαλλονίκη.