Τα ξερά χόρτα.

- Ήμουν με το μηχανάκι κι έπεσα σε κάτι τσαλιά και μάτωσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
patsis

Από εδώ: τα ξερά χαμόκλαδα. Αν και λεξικογραφημένο, το λήμμα έχει σίγουρα μεγαλύτερη αξία από 0%. Και ο ορισμός δεν απέχει πολύ από την αλήθεια (άλλο μηδενάρι έπεσε κι εκεί).

Στην βόρεια Ελλάδα λέγεται αρκετά, νομίζω περισσότερο από πρόσφυγες μικρασιάτες ή ποντίους. Τα τσαλιά καμιά φορά συνεκδοχικά συμπεριλαμβάνουν και τα πεταμένα μικρομπάζα, σανίδες, σύρματα κλπ, για παράδειγμα μετά από μερεμέτια στο σπίτι.

Είναι μάλλον πάντα παρούσα αυτή η αίσθηση κινδύνου να μην μπλεχτεί στα τσαλιά κανείς και τραυματιστεί, όπως πολύ πετυχημένα λέει το παράδειγμα, ή, από αξιολογική άποψη, μια ένδειξη κακού νοικοκυριού αυτών που τα έχουν στην αυλή τους και δεν τα καθαρίζουν.

#2
iwn

Çalılar=θάμνος

#3
poniroskylo

Εν το είχα δει ότι το είχαμε αυτό.

Μια ενδιαφέρουσα χρήση της λέξης που είναι συγχρόνως και κυριολεκτική και ιδιωματική/αργκοτική είναι όταν αναφέρεται στα κλαράκια μήκους, ας πούμε, 1-2 πόντων και πάχους βελόνας του καπλαντίσματος που παρεισφρέουν στον καπνό του τσιγάρου ή τον χύμα καπνό π.χ.

- Ωραία γεύση το Σαντέ...
- Καλή... αλλά, ρε πστ μου, πίτα στα τσαλιά είναι και δεν τραβάει...