Κότα λειράτη (απο το λειρί), πολύ δειλός.
-Μόνο κότα; Κότα λειράτη σου λέω, μεγάλος χέστης.
Κότα λειράτη (απο το λειρί), πολύ δειλός.
-Μόνο κότα; Κότα λειράτη σου λέω, μεγάλος χέστης.
Βλ. και κλάνας, κατουρλής, ο, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!
2 comments
HODJAS
Και πουλάδα.
soulto
"Πολάκια" μαντινάδα: