O δειλός, που τρέμει.

  1. Δέχτηκε συμβιβασμο, ως τρεμολάζαρος, αντι να προσφύγει στο Ευρ.Δικαστήριο. Αυτή είναι η αλήθεια. Τα υπόλοιπα προχειρότητες και άγνοια. (Εδώ).
  2. eimai k tremolazaros. Βλέπω στρώματα,τυλίγουνε,καπνού το δωμάτιο και καταλύγουν να καταβροχθίζουνε το νού.. (Χιπ Χοπ).
  3. στα 8 την ειχα. σαν τρεμολαζαρος ειναι ωρες ωρες. (Σκρουτζ).

Got a better definition? Add it!

Published

Τσίκεν ή τσίκεν γκέιμ είναι ένα παιχνίδι όπου δύο οδηγοί κατευθύνουν τα οχήματά τους ο ένας πάνω στον άλλο προς μία σύγκρουση. Ο ένας από τους δύο θα πρέπει να στρίψει, αλλιώς θα συγκρουστούν και θα σκοτωθούν ή έστω χτυπήσουν άσχημα και οι δύο. Όμως αν τελικά ο ένας κ(ι)οτέψει και στρίψει, σώζοντας τη ζωή και των δύο θα στιγματιστεί ως τσίκεν (=κοτόπουλο στα αγγλικά), δηλαδή ως κότα, ως κλασομέντας, ως δειλός και θα θεωρηθεί ότι έχασε το παιχνίδι και την πρόκληση. Για περισσότερα, δες στη Βικούλα. (Ίσως και να λανθάνει υπαινιγμός στις κοκορομαχίες, αν και πιθανότερος φαίνεται ο υπαινιγμός στο κοτόπουλο ως μεταφορά για τον δειλό άνθρωπο).

Από το παιχνίδι αυτό μεταξύ οχημάτων, το τσίκεν έχει περάσει στη θεωρία παιγνίων, όπου έχει αναλυθεί και μαθηματικώς (βλ. εδώ και εδώ), καθώς και σε εφαρμογές της στην οικονομία και την πολιτική. Δύο παραδείγματα μεταξύ πολλών είναι: Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών μεταξύ Η.Π.Α. και Ε.Σ.Σ.Δ., με πιθανή κατάληξη την καταστροφή όλου του πλανήτη (η οποία προς το παρόν ευτυχώς αποφεύχθηκε). Προσφάτως, τη διαπραγμάτευση στην Ευρωζώνη, μεταξύ ισχυρών χωρών, όπως η Γερμανία, και της αδύναμης Ελλάδας, όπου όμως υπήρχε η εντύπωση ότι αν η Ελλάδα εγκατέλειπε την Ευρωζώνη, η ίδια μεν θα καταστρεφόταν, αλλά ενεδέχετο να συμπαρασύρει σε καταστροφικές συνέπειες και την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Το ιδιότυπο αυτό τσίκεν φαίνεται ότι προσπάθησε να παιχτεί από τον σενσέι της θεωρίας παιγνίων Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος φιλοδόξησε να βαρουφακήσει ή βαρουfuckήσει τους ισχυρούς της Ευρωζώνης πλην μάλλον με τον κώλο. Σημειωτέον πάντως ότι το ασύμμετρο τσίκεν όπου λ.χ. ο ένας οδηγός έχει τριαξονική νταλίκα και ο άλλος οδηγός Fiat Punto (πού ν' το;) είναι μία από τις πιθανές μορφές τσίκεν, καθώς ο αδύναμος οδηγός ευελπιστεί ότι ναι μεν ο ίδιος θα κινδυνεύσει να καταστραφεί ολοσχερώς, πλην όμως αν κάνει την καμικαζιά, μπορεί να κιοτέψει ο ισχυρός φοβούμενος τις έστω μικρές ζημιές που μπορεί να του επισυμβούν. Βεβαίως το ασύμμετρο τσίκεν μπορεί να αποβεί μονομερώς καταστροφικό για τον αδύναμο.

  1. Δηλαδή δεν βλεφάρισαν οι Γερμανοί στο τσίκεν γκέιμ του Γιάνη; Ποιος να το φανταζότανε. (Από το Τουίτερ).
  2. Επικοινωνιακό τσίκεν γκέιμ, μήπως φοβηθούν και παζαρέψουμε τίποτα ευρώ απ' τους κουτόφραγκους, γιατί τον Πούτιν κότσο δεν μπορεί να τον πιάσει ένας Τσίπρας. Σχόλιο: τα μόνα τσίκεν εδώ είναι όσοι νομίζουν ότι "οι κουτόφραγκοι" δεν καταλαβαίνουν την ανούσια μπλόφα του Τσίπρα. Πρέπει να είναι πολύ μπουνταλάδες οι "οι κουτόφραγκοι" για να μην κατάλαβαν ότι ο Πούτιν είπε νιετ σε δανεισμό της Ελλάδος, είπε νιετ σε αγορά ελληνικών ομολόγων, είπε νιετ σε αγορά αγοτικών προϊόντων, η δήθεν συμφωνία για αγωγό είναι άνευ αξίας, και ο Λαφαζάνης θα περιμένει του Αγίου Ποτέ να εισπράξει τα €5 δισ. (Πχόρουμ).
  3. Επειδή η κατάσταση που ζούμε δεν είναι λιτότητα για να σωθεί η χώρα αλλά τσίκεν γκέιμ για να τα τσεπώνουν οι τραπεζίτες. (Αλλού στο Διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαγός στα αρβανίτικα.

Μεταφορικά αυτός που γίνεται λαγός όταν συμβαίνει κάτι.

  1. Πού είσαι ρε λέπουρα; Μόλις άρχισε η φασαρία έγινες καπινός!

  2. Αυτός από το φόβο του έτρεξε μακρυά σαν τον λέπουρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ένα ποίημά του για μια αγαπημένη γυναίκα, ο Σεφέρης γράφει: «Για μια Ελένη, για ένα άδειο πουκάμισο». Το άδειο πουκάμισο (και η Ελένη που εδώ δεν απασχολεί), σημαίνουν ότι το νόημα της ζωής είναι το κενό, η φθορά και το απατηλό (οι άγγλοι χρησιμοποιούν την παπαριά: elusive).

Η φράση «άδειο πουκάμισο» έχει έκτοτε αυτονομηθεί και χρησιμοποιείται δίκην κυριολεξίας και εσφαλμένα για να περιγράψει και το χαμένο κορμί, τον τιποτένιο / ουτιδανό, αυτόν που δεν έχει μπέσα / άντερα (βλ.τελευταίο παράδειγμα).

Σύνοδος Ευρωζώνης: Θριαμβολογίες για ένα άδειο πουκάμισο. (από εδώ)

Η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης θα ήταν θετική εξέλιξη, αλλά χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για «άδειο πουκάμισο». (από εδώ)

Ανάπτυξη χωρίς απασχόληση είναι ένα άδειο πουκάμισο. (από εδώ)

Μη ξεχνάς ότι για μιά καραπουτανάρα, για ένα άδειο πουκάμισο, σφαζόσαντε οι Αχαιοί με τους Τρώες επί 10 χρόνια, σε ένα πόλεμο που δε θα κράταγε πάνω από που δε θα κράταγε πάνω από ένα μήνα αν δεν ερχόσαντε στα μαχαίρια Αχιλλέας κι Αγαμέμνονας για χάρη μιας άλλης πουτάνας. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτοξεύεται ειρωνικά σαν βαριά μομφή αποκλειστικά προς άντρες:

  • Όταν αυτοί κόντρα στο (όχι και τόσο άδικα) βαθιά ριζωμένο στερεότυπο, είναι φανατικοί οπαδοί της ήσσονος έως καθόλου προσπάθειας χωρίς αυτή η στάση τους να έχει κάποια σχέση με το «δε θέλει κόπο· θέλει τρόπο»,
  • Όταν αυτοί έχοντας ξεφύγει απ’ ότι αρμόζει ρετροσεξουαλικώς, όχι μόνο εμφανισιακά, σε κάθε πραγματικά αρχιδάτο, έχουν υιοθετήσει σα δεύτερο πετσί την κορεκτίλα και την ατσαλάκωτη βιτρίνα των ομιλούντων κεφαλών και των γιάπηδων, τρέμοντας στο παραμικρό στραπατσάρισμά της. Άλλωστε, η εικόνα, ιδιαίτερα στα ΜΜΕ, είναι από καιρό σημαντικότερη απ’ το καθαρό κούτελο του ντόμπρου αρσενικού και το άσπιλο όνομα,
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον τζαζεμένο πως πρέπει να κουλάρει αφού δεν τρέχει μία κι επιπλέον υπάρχουν εκεί κάτω πράγματα που ζαλίζονται, υπενθυμίζοντάς του πως η ενασχόληση με τρίχες δεν αποτελεί τεκμήριο σοβαρότητας και
  • Όταν κάποιου του κατεβάσουν τη μάπα ακόμη και στις κινηματογραφικές αμερικλανιές πλέον, σπάνια μένει ανέπαφη η χωρίστρα. Οπότε, από αλάνι, μπορεί να σημαίνει αυτόν που αποφεύγει να παίξει ξύλο (και μεταφορικά), από δειλία.

Η φράση συχνά ακολουθεί το απαξιωτικό «σιγά» κι εκτοξεύεται άνετα κι εναντίον όλων όσων έχουν ξεχάσει άθελά τους τι είναι η χωρίστρα, επιτείνοντας την ειρωνεία.

Κατόπιν όλων αυτών είναι προφανές πως οι φράσεις:

  • «Χωρίς να χαλάσει η χωρίστρα» σημαίνει «χωρίς κούραση / άνετα / χαλαρά / δίχως συνέπειες»
  • «Θα χαλάσει η χωρίστρα» σημαίνει «σιγά το πράγμα» αλλά λέγεται και επιθετικά σαν γείωση όταν βαριόμαστε να κάνουμε κάτι.

Για την περιποίηση, τιθάσευση και απόδοση λάμψης στα μαλλιά, χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς διάφορες ουσίες, πολλές απ’ αυτές λιπαρές με βάση ζωικά ή φυτικά έλαια. Μεταξύ αυτών το μεδουλάρι (μεδούλι με λίπος), η λίπα (χοιρινό ξίγκι), και οι λιγότερο μπίο μπριγιαντίνη, brylcreem κι ένας σωρός πομάδες. Σήμερα διάφορα τζελ, αφροί κι εγώ δε ξέρω τι άλλο, γεμίζουν σειρές από ράφια στα απανταχού σούπερ-μάρκετ εξασφαλίζοντας περισσότερο ή λιγότερο περίτεχνα χτενίσματα που λανσάρουν διάσημοι κάθε είδους.

Λαμβάνοντας υπόψη την προσοδοφόρα προώθηση του μετροσέξουαλ τύπου, το γεγονός πως πολλοί εργαζόμενοι άντρες πλέον δεν είναι χειρώνακτες και ασφαλώς τα επίπεδα ανεργίας, δεν είναι τυχαίο πως παίζουν τα πολύ κοντινά στην έκφραση «σιγά το καλτσόν» και «σιγά μη φύγει κάνας πόντος» που εστιάζουν τη απαξίωση του ανδρισμού σε σεξουαλικό κι όχι σε άμεσα σωματικό, ψυχικό άρα στην τελική, σε ευρύτερα κοινωνικό επίπεδο.

  1. - Κανόνισε να έρθω για καμιά βόλτα από τα μέρη σου και να έχει τίποτα κοτρόνια στο πουθενά κακομοίρη μου! Εγώ τουλάχιστον του τα διέλυσα όλα για να έρθετε όλοι, και να μη σας χαλάσει η χωρίστρα στο μαλλί κουβαλώντας. Άσε που τέτοια κοτρόνια δεν έχετε εσείς από εκεί. Έχετε μόνο βουτυράκι.

  2. - Παιδιά, ούτε όταν περιμέναμε τα αποτελέσματα του ΑΣΕΠ δεν έριξα τόσο γέλιο με τον σαρκασμό της αναμονής!! Όλοι καλά, πάντα καλά!! Τον βρίσαμε, τον βρίσαμε τον Αρούλη, φοβήθηκε μην του χαλάσει η χωρίστρα απ’ τις κατάρες και πώς θα εμφανίζεται στα κανάλια!!! Με πήρε πριν λίγο κι αυτός ο θείος μου ο αιρετός και μου είπε ότι «αναγκάστηκαν να τους βγάλουν τους πίνακες μετά από πιέσεις. Δεν είχαν σκοπό για τώρα!!!!!!»

  3. - Σιγά ρε, σιγά μη χαλάσει η χωρίστρα. Έτσι αφορίστε την πολιτική και θα σας κυβερνάει ο φούφουτος. Αυτό μας έλειπε τώρα να κινδυνεύουμε από τους πολιτικοποιημένους πολίτες. (σχολιάζει την κριτική πατεράδων με που διαδηλώνουν μαζί με τα παιδιά τους).

  4. - Σύντροφοι, είστε παλικάρια. Χίλια μπράβο, τι άλλο να πω; Είστε απίθανοι! (…) Είσαστε αγωνιστές από τους λίγους. Τέτοιους μωρέ θέλουμε, όχι κυριλάτους αριστερούς με γραβατούλα που φοβούνται μη χαλάσουν τη χωρίστρα τους.
    (επικροτεί δράση υπέρ των μεταναστών που τη θεωρεί ευθεία πρόκληση εναντίων Χρυσαυγιτών, στον Αγ. Παντελεήμονα Αχαρνών).

  5. - Κρίμα τον καημένο. Του χάλασαν τη χωρίστρα. (σχολιάζει ειρωνικά την επίθεση στο βουλευτή Κ. Χατζηδάκη που επιπλέον τυγχάνει φαλακρός).

  6. - Τι μούτρα είναι αυτοί του pick n' roll. Ρε, όταν έρχεται ο ψηλός για σκριν έχει στο μυαλό του να ρολάρει και να του δώσετε καλά τη μπάλα κοντά στο καλάθι. Όχι ρε ρεμάλια, να βάλει αυτός τα στήθια του, να κοπανίσει με το σκριν του αυτόν που στο κάτω - κάτω της γραφής εσάς μαρκάρει και όχι αυτόν, για να σουτάρετε εσείς άνετοι και ωραίοι, χωρίς να χαλάσει η χωρίστρα σας από τα 5-6 μέτρα.

  7. - Γιατί συγχύζεστε; Θα χαλάσει η χωρίστρα!(…) (σχολιάζει γελοία ενδυματολογικά παράπονα).
    - Φέτα το παίρνουμε μάτια μου, αλλά για να το πάρω φέτα εκτός, πρέπει και λίγο να ξεσπάσω εντός, δε βρίσκεις;

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που δεν το λέει η περδικούλα του (ή απλά φοβάται, αν είναι γυναίκα και δεν έχει περδικούλα).

Πιθανώς λόγω της διαπιστωμένης έλλειψης θάρρους του συμπαθούς πτηνού κι όχι άλλων εξωτερικών ομοιοτήτων.

Ο Χ. είναι τελείως κότα, όλο το βράδυ τον κοίταζε η γκόμενα, αλλά δεν τόλμησε να την κεράσει ούτε σφηνάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν εμφανίζεται πρόσωπο με πρόσωπο. Ο χέστης που μιλάει μέσω facebook και χέζεται να εμφανιστεί μπροστά σου.

- Είδες τι σχόλια έκανε στο wall μου το αρχίδι; Έβριζε συνέχεια. Του είπα αν είναι άντρας να έρθει να τα πούμε face to face.
- Τζάμπα περιμένεις μαλάκα. Face to facebook εμφανίζεται ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομάδα του ΜΠΑΟΚ, όπως και το αεκάκι, καθώς και ο οπαδός τους, επειδή αμφότερες και οι δύο έχουν ως σύμβολο τον δικέφαλο αετό. Ο Ρωμαίικος δικέφαλος αετός λαμβάνεται μειωτικά έως βλάσφημα ως κοτόπουλο (έχει και κορδωμένο στήθος), προκειμένου οι οπαδοί αντίπαλων ομάδων να την πούνε στους λαχαναγορίτες και ΑΕΚάρες ότι και καλά είναι κότες ή ότι πρόκειται να τους ξεπουπουλιάσουν. Απαντάται συνήθως ως το δικέφαλο κοτόπουλο, αλλά και γκρηκλιστί ως the two-headed chicken. Το δε αρκτικόλεξο ΑΕΚ αναλύεται ως Άντε Επιτέλους Κοτόπουλα.

Ασίστ: Ραν-Ταν-Πλάν.

  1. Ο Άρης είναι το αφεντικό και χει για χρόνια τώρα γκόμενα του....ένα δικέφαλο κοτόπουλο«ΛΑΛΑ ΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ .... μας για πάντα καταραμένα χτικιά. (Δώθε)

  2. ΔΙΚΕΦΑΛΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ Η ΑΛΛΙΩΣ ΤΟ ΑΕΚακι !! ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΛΕΠΕΙ ΚΑΙ ΛΙΓΑΚΙ !!! ΑΕΚ «Αθλητική – Ένωση - Κωνσταντινουπόλεως»Η « Άντε – επιτελούς – κοτόπουλα» για κάποιους, »Ένωση« για κάποιους άλλους,ΑΕΚάκι για τους περισσότερους. η πιο γλοιώδης , ύπουλη , υποχθόνια και άξια της μοίρας της, ομάδα της Ελλάδας μας Αιώνια τρίτη στη βαθμολογία του πρωταθλήματος , και όχι μόνο , φέτος να δούμε γλέντια και μοιρολόγια που θα έχουμε , «κανάρες μου»,μια ζωή στην μιζέρια , στην κλάψα , στο παράπονο και «κλάμα η κυρία ρε παιδάκι μου» !! Κλαψιάρηδες , μίζεροι , και από κόμπλεξ άλλο τίποτα !! Μια ζωή παράπονο και αδικία ΜΑΡΘΑ ΒΟΥΡΤΣΗ ΣΕ ΟΛΟ ΤΗΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ !! (Κείθε).

  3. ΔΙΚΕΦΑΛΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ BARBEQUE (Παραπέρα).

  4. Σήμερα τσικνήσαμε δικέφαλο κοτόπουλο! (Παρακείθε).

(από Khan, 06/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι υπερευαίσθητος και φοβάται να αναμιχθεί σε οποιαδήποτε ένταση (καλομαθημένος σκατοφλώρος). Η λέξη προέρχεται αρχικά από το ζεύγος Κλούβιου και Σουβλίτσας.

- Πάμε να ξεφορτώσουμε τις παλέτες με τα πλυντήρια;
- Είσαι σοβαρός; Θες να ιδρώσω και να χτυπήσω;
- Σιγά μωρή Σουβλίτσα. Μήπως θες να περιμένω να σου στεγνώσει το μανό;

Κλούβιος και Σουβλίτσα - ρετρό. (από poniroskylo, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων συχνοουρία. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στις ακόλουθες περιπτώσεις:
1. Χαϊδευτικά για τα μωρά που κατουράνε τις πάνες τους.
2. Για όσους κατουριούνται πάνω τους.
3. Για τους δειλούς και φοβητσιάρηδες, που επιδεικνύουν ανοιχτά έλλειψη θάρρους.

1.

Μάνα προς παιδί:
Τι έχουμε εδώ, τι έκανε ο κατουρλής μου.

2.

- Πάμε να φύγουμε, είδα κάτι αναρχικούς στο δρόμο.
- Ρε μαλάκες κατουρλήδες, τα κλάσατε; Μην κάνετε σαν κωλόγριες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified