Σαψάλης, ο: κοιμίστρας, νωθρός, τσαπατσούλης, ασουλούπωτος.
Σάψαλος: υπερθετικό του σαψάλης.
Σάψαλο, το: πτώμα. Κοροϊδευτικά λένε τον γέρο με το ένα πόδι στον λάκκο.
Θα σου κάνει νομίζεις δουλειά ο σαψάλης;
Έγινα σαν σάψαλο = είμαι πτώμα από την κούραση.
0 comments