Σαψάλης, ο: κοιμίστρας, νωθρός, τσαπατσούλης, ασουλούπωτος. Σάψαλος: υπερθετικό του σαψάλης.
Σάψαλο, το: πτώμα. Κοροϊδευτικά λένε τον γέρο με το ένα πόδι στον λάκκο.

  1. Θα σου κάνει νομίζεις δουλειά ο σαψάλης;

  2. Έγινα σαν σάψαλο = είμαι πτώμα από την κούραση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified