Η λαϊκή γκόμενα. Όχι ότι μας χαλάει, αλλά βγάζουμε και μια κακιούλα για να ανεβάσουμε το προσωπικό μας στάτους, λες και είμαστε από το Παρίσι. Τέλος πάντων...

- Μεγάλε, την έχω δαγκώσει κανονικά με την Κούλα. Είναι γαμώ τα μωρά.
- Ναι ρε συ, δε λέω, αλλά πολύ λάικα η γκόμενα. Μπουζούκι - κομμωτήριο - μπουζούκι.

(από filologas, 20/03/08)

Βλέπε και σχόλιο στο λήμμα μπαλαλάικα - και Βλ. και «λαϊκός», ο, λαϊκογάμητος, λαϊκάτζα(ς), καραλάικα, λαϊκουριά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

Επίσης (υποτιμητικότερο): λαϊκάτζα.

#2
lykos

Επίσης (θεατρική έκφραση) καραλά'ι'κα.

#3
filologas

Η λέξη έμεινε στην προφορική ιστορία λόγω της ηχητικής ομοιότητας με την διάσημη σκυλίτσα - αστροναύτη Λάικα.

#4
KosMarkatos

Με αξία Χ25, η «εικοσιπενταλάικα»