Ωραίος, καλός (στα καλιαρντά).
Επίσης:
λατσολίθαρο = διαμάντι, λατσαβέλω = καλωσορίζω.

- Λατσό το γαργαρότεκνο! (=καλός ο ναύτης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Από τα Ρομανί, τη γλώσσα των τσιγγάνων, όπου επίσης σημαίνει όμορφος, καλός.

#2
Paparas

Σωστος! ετσι λεει και ο Πετροπουλος

βεβαια οταν εγραψα το λημμα δεν ειχα το λεξικο. Το λατσο- αποτελει στοιχειο και πολλων αλλων συνθετικων λεξεων (οι οποιες επονται!)

#3
aias.ath

Συνώνυμον τὸ μπούκουρος, ἀπὸ τὰ ἀρβανίτικα, ποὺ σημαίνει ἐπίσης ὡραῖος.
Μερικὰ παράγωγα: Λατσοσύνη=ὀμορφιά, καλωσύνη
λατσοτέμπα=καλοκαῖρι
λατσοφουρτούνας=τυχερός (fortuna=τύχη)
Φράσεις: Λατσάβελες!=καλῶς ὥρισες
Στὸ λατσοδίκελμα=στὸ ἐπανειδεῖν (δικέλω=βλέπω)

#4
HODJAS

Κωλατσό = καλλίπυγος

#5
poniroskylo

Μήπως και κωλατσός;

Κωλατσό(ς) = καλλίπυγος = εύκωλος (με ωμέγα);

Λύο ακούει;