Ωραίος, καλός (στα καλιαρντά).
Επίσης:
λατσολίθαρο = διαμάντι, λατσαβέλω = καλωσορίζω.

- Λατσό το γαργαρότεκνο! (=καλός ο ναύτης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified