Ωραίος, καλός (στα καλιαρντά). Επίσης: λατσολίθαρο = διαμάντι, λατσαβέλω = καλωσορίζω.
- Λατσό το γαργαρότεκνο! (=καλός ο ναύτης)
Got a better definition? Add it!
Published 2008-03-09 12:55:27+00:00 Last modified 2008-03-12 08:46:53+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.