Ο ψηλός και άχαρος άνθρωπος.
Κάποτε αγόρασα ένα σετ εργαλείων για το τζάκι και ο καταστηματάρχης είπε στον υπάλληλο: «Φέρε έναν κρεμανταλά από την αποθήκη!» (!)
- Με έσπρωξε ένας κρεμανταλάς στο μπάσκετ και με σακάτεψε!
Ο ψηλός και άχαρος άνθρωπος.
Κάποτε αγόρασα ένα σετ εργαλείων για το τζάκι και ο καταστηματάρχης είπε στον υπάλληλο: «Φέρε έναν κρεμανταλά από την αποθήκη!» (!)
- Με έσπρωξε ένας κρεμανταλάς στο μπάσκετ και με σακάτεψε!
Got a better definition? Add it!
1 comment
Khan
Ετυμολογία: ή *κρεμομανταλάς < κρεμώ + μανταλάκι + -άς) ή κρεμανταλάς < κρεμώ + τουρκ. dal (=κλαδί) + -άς [1]