Όρος που αναφέρεται στην τεχνητή επιμήκυνση του πέους έπειτα από ασύστολο κι επαναλαμβανόμενο αυνανισμό εξαιτίας κάποιας υπερσεξουαλικής γυναίκας, η οποία πλέον παίζει το ρόλο της μόνιμης σεξουαλικής φαντασίωσης.

Αναφέρεται πάντα σε σχέση με γυναίκες οι οποίες ποτέ δεν πρόκειται να κατακτηθούν από το ανυποψίαστο θύμα, το οποίο τις αναφέρει πάντοτε υπό τη μορφή απωθημένου.

Αξιοσημείωτη είναι δε και η χρήση του όρου από επίδοξα (πλην αποτυχημένα) καμάκια κατά τη διαδικασία του ψησίματος.

  1. - Πώπω μαλάααακα, το είδες το μωρό που πέρασε; - Αν το είδα λέει;; Τον έχω κάνει λάστιχο! - Άαα, κι έλεγα τι μου σκουντάει το πόδι...!

  2. - Τι θα γίνει ρε Κοκό; Θα σου κάτσει το Τζενάκι; - Τι να σου πω ρε κολλητέ; Την έχω κάνει λάστιχο τόσον καιρό, αλλά νερό ούτε σταγόνα!

  3. (Καμάκι)
    - (Ψιθυριστά στο αυτί): Μωρόοο μουυυ... Τον έχω κάνει λάστιχο για πάρτη σου!
    - Ρίξε κάνα πότισμα τότε να κουλάρεις...! (+ χαστούκι)

(από Cunning Linguist, 23/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

Πολλά G, μιλάμε!

#2
betatzis

στην κρήτη λέγαμε την κάνω περδικολάστιχο